[Από τη στήλη “Σε Πρώτο Ενικό” στα “Νέα”]
Ήταν ένα συννεφιασμένο πρωινό του Απρίλη, ίσως να είχε ρίξει και δυο σταγόνες και η αφεντιά μου είχε φτάσει στο Νάσβιλ του Τενεσί. Καμιά φορά η τύχη σου κάνει χάρες.
Το Νάσβιλ είναι μουσική πόλη με ιστορία και το ένα κλαμπ είναι κολλητά δίπλα στ΄ άλλο και πάντα παίζει μια μπάντα κάντρι –ροκ, που μπορεί να είναι το καλύτερο γκρουπ που είδες ποτέ, και κανείς δεν θα το μάθει θα το έχεις ξεχάσει κι εσύ, γιατί οι πιο δίπλα που παίζουν θα σου έχουν φανεί καλύτεροι.
Επίσης περπατάς στο Νάσβιλ και έχει στο δρόμο, μεταλλικά κουτιά στους σηματοδότες δίπλα, που δεν είναι κουτιά απλά, είναι ηχεία και παίζουν Hank Williams, – ενώ ένας Hank «στέκει» πιο κάτω και παίζει κιθάρα σα να μην έφυγε ποτέ από το μάταιο κόσμο.
Εκείνο το πρωί είχε στο πρόγραμμα επίσκεψη στο RCA Studio B. Σ’ εκείνο το στούντιο που ηχογραφήθηκαν φοβερά τραγούδια που τ’ ακούς και σήμερα και λες: -μα γράφονται τέτοια τραγούδια πια;– και είναι κάτι αυτό το Στούντιο όλο σαν μια κάψουλα που σε πάει πίσω στο χρόνο. Αν το πιστεύεις πραγματικά σε πάει ακριβώς εκεί που θέλεις.
Μπήκα με αέρα. Και με έναν κόμπο στο λαιμό. Για το δεύτερο, τα ρίχνω όλα στον Roy Orbison, και στο Οnly the lonely που ακουγόταν στην υποδοχή. Όμως το πράγμα θα γινόταν ακόμη πιο ζόρικο.
Ο Jack, ένας πολύ ωραίος τύπος που η δουλειά του ήταν εκεί, μας έλεγε τις ιστορίες. Πώς οι Εverly Brothers έγραψαν το ‘Τil Ι kissed you ,πώς η Dolly Parton αποχαιρέτησε το Νάσβιλ, πού καθόταν ο Chet Atkins όταν τσέκαρε τον ήχο.
-Καθίστε, είπε κάποια στιγμή ο Τζακ. Καθίσαμε, εγώ δίπλα στο Μιχάλη που είχε και γενέθλια.
-Εδώ ακριβώς ήταν– συνέχισε ο Jack-που ηχογραφούσε ο Έλβις. Στο πιάνο –στο μισό μέτρο εγώ από το πιάνο- τού άρεσε να χαμηλώνει τα φώτα για να φτιάχνει ατμόσφαιρα (χαμήλωσε τα φώτα ο Τζακ) και ήταν κάπως έτσι. Από τα ηχεία του RCA Studio B ακούστηκε ο Elvis να τραγουδάει Are you lonesome tonight και μάλλον τότε ένα σκουπιδάκι μπήκε στο μάτι μου. Άναψε τα φώτα πάλι (ο Elvis είχε ηχογραφήσει πολλές από τις επιτυχίες του εκεί) κι ο Τζακ είπε ότι μπορούσαμε να καθίσουμε και εμείς στο πιάνο.
–Μην ανησυχείς– ψιθύρισε ο Τζακ- και εγώ ακόμη συγκινούμαι.
Τον πίστεψα.