Ξέρεις, ήμασταν τυχεροί. Και όσο πιο τυχεροί, τόσο πιο άτυχοι. Εμείς όλοι που ζήσαμε κοντά στον Πάνο. Και ,δεν ξέρω πώς να στο πω, αλλά εδώ είναι, κοντά μας. Δεν είναι παράξενο αυτό- συμβαίνει. Συμβαίνει υποθέτω, από την αύρα που έχουν οι άνθρωποι. Μια άγια αύρα.
«Βλέπω» εκείνη την τσάντα συχνά. Βαριά, γεμάτη, να ‘κόβει’ τα χέρια .Έφτανε στο γραφείο με αυτήν ο Πάνος από την εκπομπή. Φορτωμένος τραγούδι και ιστορίες. Καλοκαιράκι , απομεσήμερο, ζέστη- πιάσε να δεις , μου έλεγε ,ασήκωτη. Πού να σηκώσω εγώ την τσάντα. Γελάγαμε. Είδες τι κουβαλάω; Και άλλο να ζύγισε , θα την σήκωνε ο Πάνος. Ήταν βαριά η αξία των πραγμάτων ,που έφερνε μαζί του. Κεφάλαια ολόκληρα της ιστορίας.
Μετά, ήταν το περιεχόμενο που του άρεσε να μοιράζεται. Σε μια εποχή που ο καθένας κοιτάει κάτι να βάλει στην άκρη και να κρύψει για πάρτη του, ο Πάνος τα άπλωνε όλα όσα αγαπούσε στο φως και τα χαιρόταν μαζί με τους άλλους. Όπως κάνει ένα παιδί με τα παιχνίδια του. ‘Έχω ακόμη τη μυρωδιά από το παλιό χαρτί. Περιοδικά με κίτρινες σελίδες αλλά με χρώματα πιο εντυπωσιακά από τα σημερινά, φιγούρες από άλλες εποχές. Εφημερίδες που ξεδίπλωναν σα σεντόνια, συνεντεύξεις από αστραφτερά ονόματα της εποχής, η μόδα του 57 και οι προτάσεις για διακοπές του 63. Θησαυρός. Κάθε τόσο μια φωτογραφία- με τη δικιά της ιστορία και αυτή- από ένα γκολ θεαματικό που θα έβρισκε τη θέση του στη στήλη ‘Για Θυμήσου» .Για δες και αυτό, για δες κι εκείνο. Μαράκι, μου΄ λεγε , είμαι και λίγο ροκ !
Και είχε πάντα χρόνο για μας. Όση δουλειά και αν έτρεχε μέσα στη μέρα. Χτυπούσαν τα τηλέφωνα , τον ζητούσαν- ακροατές φανατικοί της εκπομπής από τις άκρες του κόσμου, κάποιος μουσικός που θυμήθηκε κάτι να του πει, ή κάποιος καθηγητής από τη Γερμανία που είχε μαγευτεί από το λαϊκό τραγούδι και τη σχέση που είχε ο Πάνος με αυτό και τον έψαχνε επίμονα για μέρες – ήταν για όλους εκεί. Περνούσε η ώρα- είχε να γράψει το κομμάτι και έπρεπε να βιαστεί- «πάρτε τον μετά τις 10 λέγαμε εμείς στο τηλέφωνο –που θα λείπει- πρόσθετε ο Χρήστος. Γελούσε ο Πάνος ,έγραφε, απαντούσε στο τηλέφωνο. Αν δεν «πετούσε» κάτι αστείο ο Χρήστος, ρωτούσε ο Πάνος τον Βασίλη : τι έχει ; έχει τίποτε σήμερα; Είναι στιγμές που μυρίζουν Γεραμάνη στο γραφείο. Δεν χρειάζεται να το πούμε με λόγια.- καταλαβαινόμαστε- σα να λέμε ‘τώρα , ο Πάνος θα έκανε αυτό.» Μια κίνηση, μια ματιά. Μια κουβέντα. Πώς με τόσο κόσμο που ήξερε και μιλούσε , χωρούσαμε όλοι κοντά του και για όλους μας νοιαζόταν- δεν ξέρω. Ούτε το έχω συναντήσει αυτό ξανά. Τέτοια ψυχή.
Κανονίζαμε να βγούμε. Κανόνιζε εκείνος δηλαδή. Διάλεγε το μέρος. Κάτι απίθανα ταβερνάκια που δεν πιστεύεις ότι υπάρχουν στ΄ αλήθεια. Μαζευόμαστε όλοι, η παρέα από το γραφείο και η αγαπημένη μας Ναυσικά. Καλό κρασί, καλό φαγητό , και ένα ωραίο μπουζουκάκι, να παίζει . Να χορταίνεις από αστεία ,από πειράγματα, και από ατέλειωτες αφηγήσεις .Με δημοσιογραφικές ιστορίες, παρασκήνια από συνεντεύξεις, συζητήσεις με ψαχνό και άλλες που ήταν κομμάτια από Ιστορία και αγώνες. Ξέρω τι θα σκεφτείτε, όσοι τον ξέρατε: Τι μνήμη! Ναι, τι μνήμη!
Και όλα αυτά, απλά πράγματα, δηλαδή αληθινά., αυτά που περνάνε στο κεφάλαιο με τις όμορφες στιγμές της ζωής. Είναι τόσες πολλές από αυτές στις ζωές μας , που είναι ο Πάνος μας δεμένος μαζί τους. Δεν τελειώνουν και η μια φέρνει την άλλη. Πότε τότε με την εκπομπή, με το χειρόγραφο, με την ανταπόκριση, με συνέντευξη…Για αυτό εμείς οι τυχεροί που βρεθήκαμε κοντά του ,είμαστε και οι πιο άτυχοι.