Λοιπόν η κατάσταση έχει πια ξεφύγει. Κανείς δεν σέβεται το τηλεοπτικό κοινό. Είναι απαράδεκτο, προσβολή, ντροπή και δεν θα περάσει έτσι. Αλλά, οι θεατές θα απαντήσουν με νούμερα. Με ακόμη μεγαλύτερα χαμηλά νούμερα. Ετσι για να μάθουν. Βγαίνουν όλοι και τσακώνονται στα παράθυρα, υψώνει τη φωνή ο ένας, απαντάει εκνευρισμένος ο άλλος, θίγεται ο τρίτος. Μα για ποιούς μας πέρασαν; Πόσο καιρό νομίζουν θα καθήσουμε να τους ακούμε; Ούτε ένα χαστούκι; Ούτε μια χειρονομία κάπως θεαματική; Ούτε ένα τράβηγμα του αυτιού; Πόσο νομίζουν ότι θα ανεχτούμε αυτή την ακατάσχετη δήθεν αγανακτισμένη φλυαρία τους; Μήπως είναι καιρός κάποιος να τραβήξει την καρέκλα την ώρα που πάει να καθήσει ο άλλος και αυτός να σκάσει κάτω με κρότο;
Μα τηλεόραση κάνουν -δεν μπορούν να καταλάβουν ότι ο θεατής θέλει και λίγο δράση; Θέλει εικόνα και θέμα να έχει; Να πετάξει ο έξαλλος του παραθύρου ένα μπουγέλο νερό στον απέναντι που διαφωνεί μαζί του. Να τον φτύσει στα μούτρα. Να τον σημαδέψει με βελάκια. Να του τραβήξει το μαλλί, να του πετάξει μελάνι στο άσπρο του πουκάμισο. Να τον πιάσει από τον γιακά και να τον ταρακουνήσει μήπως και έτσι δει το δίκιο του. Αλλά αντί γι΄αυτό κάθονται στα παράθυρα και διαφωνούν με τις ώρες. Σα να σφυρίζει ο διαιτητής την έναρξη και τη λήξη του καβγά και ανάμεσά τους να καλύπτει το χρόνο με πολύ μπλα μπλα και έντονους τόνους. Τους ίδιους έντονους- άτονους τόνους. Αλλά δεν θα είναι για πολύ, το κοινό θέλει θέαμα. Θέλει να πάει παρακάτω. Μια διαστημική σφαλιάρα και μια γερή κλωτσιά ας πούμε για αρχή. Και μετά ό,τι ήθελε προκύψει. Φαντασία να υπάρχει. Ειδικά όταν από τις γρύλιες του παραθύρου -αλλά και μπροστά στην βεράντα πιά- είναι ορατό σε όλους πως είναι αόρατος ο καβγάς. Πως ο ένας χτυπάει φιλικά στην πλάτη τον άλλον, κλείνει το μάτι με νόημα, γελάει και αστειεύεται και τίποτε δεν τρέχει. Και πάλι ,που λένε, φίλοι.