Βουκουρεστίου, στον πεζόδρομο λίγο πριν βγεις Σταδίου, εκεί μπροστά στις χλιδάτες βιτρίνες ,μεσημεράκι. Με πλησιάζει καλλονή Ανατολικής Ευρώπης τρία κεφάλια πιο ψηλή από μένα. Κρατάει τσάντα από αυτές που σου κάνουν φανταστικά απαγορευτικά σήματα danger/danger όταν πας να δεις την τιμή και μετά εσύ κάνεις τον σταυρό σου, παίρνεις βαθιές ανάσες και απομακρύνεσαι. Εκτός από την τσάντα, η καλλονή συνοδεύεται και από κύριο –ψηλό, ξανθό, γεροδεμένο. Ο κύριος καπνίζει πούρο. Εκείνη με ρωτάει ‘ εξκιούζι μι (σπαστό αγγλικό) γουερ ιζ δε Gucci σοπ;». Μα τι λέτε , δεσποινίς το πιο εύκολο. Τι να κάνει η κοπέλα , χαμένη στο design shopping ;Να πάει για τη φίρμα και να βγει με τη μαϊμού; Μπαμπά μου , πού ζεις (που λέει και το ρεφρέν). Πλατεία Συντάγματος , δυο βήματα πιο κάτω, ξυστά μου περνάει η σανίδα .Το ίδιο ξυστά και η ακονισμένη φράντζα του νέου που είναι πάνω στη σανίδα ,με ένα σύννεφο σκοτούρες στο κεφάλι του όπως προφανώς δηλώνει το δυσοίωνο πλην όμως θεαματικό μαλλί. Τη γλυτώσαμε και σήμερα, σκέφτομαι. Και ενώ θαυμάζω στροφή, φιγούρα και απογείωση στα σκαλιά της Πλατείας , με πλησιάζει η Αμνηστία. ‘Όχι, καλά κάνει -δε λέω. Μαζί τους κι εγώ. Αλλά αυτό φαίνεται (φαίνεται) και με πλησιάζει κάθε φορά που με βλέπει. Ε, κάνω πως δεν βλέπω. «Σκάει» και η σανίδα εκείνη τη στιγμή με ένα κρότο σανιδένιο στα σκαλιά και πετυχαίνω διάσπαση προσοχής. Εκεί πάνω, που βγαίνει και ο κόσμος από το μετρό και εξαπολύεται η γνωστή επίθεση με τα διαφημιστικά για να σου φτιάξουν την καριέρα, το ιδανικό σώμα, την ζωή στον παράδεισο , ή να σου βρουν καλές ζάντες για το αμάξι- έρχεται και ένα παλικάρι ‘μήπως-έχεις-πενήντα-λεπτά’ και είμαι σίγουρη πια (λέω μέσα μου) πως θα με σταματήσουν και για το γκάλοπ / ποιος είναι ο καλύτερος για αρχηγός σήμερα;/ και ναι- δεν το πιστεύετε- καταφθάνει και συνάδελφος ρεπόρτερ και με ρωτάει κάτι, σοβαρό και με χαμόγελο. Σοβαρά και χαμόγελο του απαντάω κι εγώ πως μια παράκαμψη έκανα μόνο να δω μήπως άνοιξε του Ζόναρς. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις που θα σε βρει αυτό που τελικά θα σου έρθει να γράψεις.