Πολλές φορές το φοβάμαι. Πως εκεί που κατεβαίνεις τη Σόλωνος και κοιτάς τις βιτρίνες και ποιος ξέρει πού τρέχει ο νους σου ( έχει κολλήσει και αυτός στην τρεχάλα) εκεί στη γωνία με Σίνα ας πούμε, συναντήσεις τον παλιό σου εαυτό. Κάνεις εσύ πως δεν πρόσεξες και συνεχίζεις να κοιτάς αμέριμνα την ίδια βιτρίνα (λες μήπως δεν σε είδε και προσπεράσει) αλλά αυτός , όπως σας βλέπω και με διαβάζετε ,επιβραδύνει βήμα. Εγώ απτόητη , εκεί στο τζάμι, λες και το σακάκι, το κρεμασμένο στην κούκλα ,μαζί και η κούκλα, μου έχουν πιάσει κουβέντα για τον καιρό. Μπα ,δεν την γλυτώνω. Σταματάει. Μου χτυπάει μαλακά την πλάτη και πιάνει επαφή. Αυτό φοβάμαι. Την ώρα που ο εαυτός μου (ο νεότερος) θα πιάσει επαφή. Και καλά να σου πει, ‘βρε , πάχυνες’ ή,‘ τι βλέπω; ξανθό μαλλί; Εσύ;’ Ή ‘πώς πάμε; Στο σπίτι όλοι καλά;» Αυτά είναι τα εύκολα. Δεν τρομάζω.
Δεν φοβάσαι όμως μήπως έχει χρόνο και δεν βιάζεται ο παλιός σου εαυτός και πάει και παρακάτω; Στο πού σε άφησε και πού σε βρήκε; Και αρχίσει να σου θυμίζει –γιατί ,έξυπνος είναι ,σε ξέρει κιόλας , κάτι θα καταλάβει- τι έλεγες και τι λες τώρα; Πώς κοιτούσες τον κόσμο και πώς τον κοιτάς τώρα ; Και μην πάει κιόλας και τραβήξει και καμιά ιστορία από το αρχείο , από αυτές που έχεις κάπου ατάκτως εριμμένες και έχεις καιρό να επισκεφθείς και δεν σου είναι και το καλύτερο να τις ‘κατεβάζεις’ τώρα και στη μέση του δρόμου μπροστά στο σακάκι και στην κούκλα.
.Θα σε αγκαλιάσει άραγε ;-γιατί είναι αυθόρμητοι τύποι αυτοί οι παλιοί, ή θα σου ρίξει το βλέμμα το κρύο, το διαπεραστικό, του ψυχρού εκτελεστή; Υπάρχει βέβαια και το χειρότερο –αυτό που φοβάμαι πιο πολύ- να σε πετύχει κάπου ο παλιός σου εαυτός και να αλλάξει πεζοδρόμιο. Και να πας να του μιλήσεις εσύ και αυτός να κάνει πως δε σε ξέρει. «Παίζει» κι αυτό ένα σενάριο, αλλά καλύτερα μην το σκεφτούμε τώρα.