Λοιπόν φέτος το έχω αποφασίσει . Το σκέφτηκα, το μέτρησα, το υπολόγισα σε βάθος χρόνου. Ο Αγιος Βασίλης να μην φέρει τίποτε, αλλά αν μπορεί να πάρει κάτι. Τις πιστωτικές κάρτες -θα τον παρακαλούσα πάρα πολύ- να πάρει μαζί του φεύγοντας- θα το εκλάβω σαν δώρο αυτό, εν ανάγκη θα τις τυλίξω με εορταστικό περιτύλιγμα και θα τις αφήσω μεταξύ κουραμπιέ -μελομακάρονου κοντά στο δέντρο με λίγη πασπαλισμένη χρυσόσκονη για το golden εφέ, έτσι που να είναι αδύνατο να μην τις προσέξει. Και θα του είμαι υπόχρεη. Γιατί ,τί είναι το δώρο δηλαδή, παρά η χαρά του να δίνεις και να εισπράττεις και κάτι για τον εαυτό σου. Ας πούμε ικανοποίηση.
Ούτε να τρέχει στα mall ο άγιος , ούτε να φορτώνεται διακοπο-δάνεια, ούτε να πέφτει και ο ίδιος , που είναι έτσι κι αλλιώς πιασμένος στα δίχτυα χρόνια τώρα μιας καταναλωτικής παράδοσης ,ακόμη μια φορά θύμα . Μπορεί ο λύκος στην αναμπουμπούλα να χαίρεται, αλλά-τί νομίζετε;- η τράπεζα χαίρεται στις γιορτές (το γλεντάει βέβαια και όλες τις άλλες μέρες). Και αφού πάρει λοιπόν τις πιστωτικές ο ανοιχτόκαρδος κουβαλητής (να δείτε που θα έχει και άλλες μαζί του) , έχω επίσης μια ιδέα -καυτή και όλο θαλπωρή- να τις πετάξει μέσα στο τζάκι του την ώρα που η φλόγα θα έχει φουντώσει για τα καλά -και αυτή θα είναι η πραγματική πλαστική ομορφιά. Γιατί -και -οι όμορφες κάρτες , όμορφα καίγονται (έτσι κι αλλιώς “καμμένες” είναι). Οπότε, σκέφτομαι, το μετράω και το υπολογίζω, του χρόνου με το καλό τέτοιες μέρες θα είμαι σε θέση ,με το που θα ακούσω το φρενάρισμα του έλκηθρου στο δρόμο, να ανταποποδώσω την καλή πράξη , με αληθινά δώρα, όχι πλαστικά που, σαν αυτοκίνητο με πολλά χιλιόμετρα, όλο σου ζητάνε. Αυτά τα ολίγα μέχρι να σφίξουν οι γιορτές και το πνεύμα τους μαζί που κυκλοφορεί με ελεύθερο ωράριο και χωρίς περιορισμούς εκεί έξω.