Καιρό ήθελα να το αναφέρω – νομίζω όμως πως είναι η κατάλληλη στιγμή τώρα που καίει ο Αύγουστος, να μιλήσουμε για τα μπεκ- ξέρετε, τα ποτιστήρια, που πετάνε νερό ακτινωτά και δροσίζουν το γκαζόν και όποιον τυχει να περάσει. Και επιπλέον κάνουν αυτόν το χαρακτηριστικό ήχο, τσι-τσι-τσι που θα μπορούσε να είναι ο ήχος του καλοκαιριού –της μηχανικής εποχής- μια διακριτική απομίμηση του τζιτζικίσματος τις ώρες της μεγάλης κάψας. Ποιός ασχολείται όμως; Κανείς!
Είναι ρυθμισμένα να αρχίζουν τη δουλειά τους και να σταματάνε, να ξαναρχίζουν και να ξανασταματάνε, ένα είδος ποτιστικού Σίσυφου με μοίρα στον ήλιο. Και ενώ τα μπεκ έχουν ταχθεί στη δροσιστική αποστολή τους με παραδειγματική αφοσίωση, τα σιντριβάνια είναι που κερδίζουν τη θέση τους στην αιωνιότητα! Που ταξιδεύουν σε καρτ ποστάλ, που θα τα τραγουδήσει ο ποιητής, ενδεχομένως θα τα νοσταλγήσει ο ταξιδιώτης και θα ποζάρει ο γιαπωνέζος για το απαραίτητο κλικ. Είδε κανείς τουρίστα στα μπεκ; Ή μήπως είδε να ρίχνουν νομίσματα για τύχη στον πάτο; Ποιόν πάτο;
Και η αδικία συνεχίζεται. Και ας έχουν τα μπεκ να επιδείξουν κατορθώματα, όπως τότε που ένα άνοιξε ξαφνικά μόνο του στη μέση ενός αγώνα ποδοσφαίρου και έκανε μούσκεμα τις φανέλλες των παικτών και δυό ομάδων αδιακρίτως και του διαιτητή μαζί και άρχισε η κερκίδα να ζητοκραυγάζει σαν να είχε μπει γκολ, ή τότε που ένα άλλο έσβησε τη φωτιά, ή τότε που έσωσε την πρασινάδα. Δε βαριέσαι, συντριβάνια θέλουν όλοι στις πόλεις. Όπου μπεκ κι η μοίρα του. Σα να κάνεις τη δουλειά εσύ και άλλος να κερδίζει τα μπράβο. Να ποτίζεις σταθερά και ο άλλος να μαζεύει το νόμισμα. Κλασικά πράγματα δηλαδή. Απο εκείνα, που και ξηρασία να πέσει στον πλανήτη και να τον σώσουν ηρωϊκα τα μπεκ, θα τρέχουν όλοι να βουτήξουν στα συντριβάνια για να το γιορτάσουν.