Ήταν τις προάλλες στο σπίτι της θείας Ουρανίας, που φτιάχνει πολύ ωραίο γλυκό κυδώνι. Πραγματικά ωραίο κυδώνι. Την ώρα λοιπόν που ο Γιαννάκης έχει βουτήξει τα δακτυλάκια του στο σιρόπι, η θεία του απευθύνει την ερώτηση-θεσμό -μια απο τις ιδιαιτερα αγαπημένες του ρεπερτορίου της : ‘και εσύ , Γιαννάκη, τί θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;”
Ο Γιαννάκης σκουπίζει το σιρόπι με το μανίκι του, ξαναβουτάει τα δάκτυλα (σας λέω , αχτυπητο γλυκό) και με το βλέμμα καρφωμένο στο βάζο -μη τυχόν και μας το αρπάξει κανείς (ερμηνεύω το βλέμμα) απαντάει “εγώ, άμα μεγαλώσω θα γίνω λαμόγιο-ς!”
Ξαναπέστο Γιαννάκη. Λαμόγιος! Λαμόγιος! (με σίγμα τελικό παρακαλώ !) Και να τρέχουν τα σιρόπια. Η θεία Ουρανία, που ο άντρας της δούλευε στην Τραπεζα και δεν ήξερε από αυτά του είπε “Μπράβο παιδί μου. Μόνο να σπουδάσεις πρώτα”. Ποιός ξέρει-θα νόμισε πως αυτο το επαγγελμα είχε σχέση με τα κομπιούτερ ,που έτσι κι αλλιώς είχε μεσάνυχτα. Η μαμά του Γιαννάκη ,που καθόταν δίπλα και έκανε ότι παρακολουθούσε άλλη συζητηση , θορυβήθηκε. Το παιδί λαμόγιο; Που το άκουσε αυτό; Έβλεπε ειδήσεις; Ή μήπως έπιασε το αυτί του τον πατέρα να σχολιάζει τις τελευταίες εξελίξεις στον επαγγελματικό στίβο; Ούτε γιατρός, ούτε δικηγόρος ,ούτε καν σχεδιαστής εσωτερικών χώρων; Τίποτε;
Τίποτε. Ο Γιαννάκης συνέχιζε -με τα σιρόπια να τρέχουν πάντα- το χορό του λαμόγιου. “Θέλω να γίνω λαμόγιο-ς για να βγάζω πολλά λεφτά και να κάνω ό,τι θέλω…” “Καλά, τί σπουδάζεις για να γίνεις λαμόγιο-ς , ρώτησε η θεία Ουρανία για να μαθαίνει η γυναίκα. ” Δεν χρειάζεται να σπουδάσεις , αυτό, τό ‘χεις ή δεν τόχεις” είπε η μαμά . “Λες να τόχει το δικό μας παιδί;” Λες; Ο Γιαννάκης ήξερε τί έλεγε- τι έτρωγε δεν ήξερε, είχε βουτήξει και στα τρουφάκια.” Θέλω να γίνω λαμόγιο-ς σαν τον….”.Εκεί ήταν που τον μπούκωσαν με ό,τι βρέθηκε πρόχειρο , γλυκά,αλμυρά και φυστικια Αιγίνης. “Σιγά βρε θα με πνίξετε” φώναζε ο κακομοίρης.