Μπαίνει φουριόζα μέσα στο μαγαζί και αρχίζει να φωνάζει. Από αυτές τις “άσε-με-εμένα-να-τους-δειξω-εγώ-χρυσή μου” κυρίες, ώρα αιχμής στα Νότια Προάστια (να σου πω Γλυφάδα, να καταλάβεις, όπου τελευταία βρίσκεται σε εξέλιξη επιχείρηση ‘εξαφανίστε τους δρόμους’.) Η φουριόζα λοιπόν παρακάμπτει όλους όσους περιμένουν τη σειρά τους να στο καταστημα και επιτίθεται με ready- to-wear πανικό στην ομηγυρη. “Σας παρακαλώ (λέει αγχωμένη κάπως) γρήγορα, γιατί το αυτοκίνητό μου κλείνει.” Μόνο του; Πήρε πρωτοβουλια το όχημα; Όχι δα. Η φουριόζα έχει αφήσει το τζιπ -δωμάτιο σε ρόδες, τέτοιο πράγμα – στη μέση του δρόμου. Δηλαδή όταν λέει “κλείνει”, κλείνει εντελώς. Εκείνη στο μεταξύ έχει ανοίξει την πόρτα ,έχει βγει ,έχει μπει στο μαγαζί , έχει σκορπίσει την βιασύνη της παντού ενώ προηγουμένως έχει δει πως πίσω της έχουν κιόλας κολήσει τρία αυτοκίνητα. Σιγά που θα στενοχωρηθεί. Είμαστε να κάνουμε κύκλους τώρα; Ορμάει σίφουνας μέσα σαν ο Κωδικας Οδικός Κυκλοφορίας να της δίνει προτεραιότητα.Με άνεση.
Την ρωτάει ο άνθρωπος που βλέπει όλη αυτή τη φούρια, ενω μέχρι εκείνη τη στιγμή εξυπηρετούσε κόσμο “γιατί κυρία μου δεν παρκάρατε λίγο πιό κάτω”. Τετοιο θράσος . Να παρκάρει τρία στενά πιο μακρυά; Τί το πήραμε το τζιπ; Για πιό κάτω ,το πήραμε; Περιέργως πως, κανείς δεν κορνάρει έξω ,παρότι η ουρά με τα αυτοκίνητα μεγαλώνει ,ακινητοποιημένοι , δειχνουν όλοι υποδειγματική ηρεμία σαν τάξη γιόγκα σε μάθημα συγχρονισμού.Ή περιμενουν να δουν τα όρια της κυρίας. Η οποία κάποια στιγμή βγαίνει από το μαγαζί, ικανοποιημένη με τον εαυτό της που τα καταφερε , γιατί , αυτή χρυσή μου ξέρει, δεν είναι κορόϊδο να χάνει την ώρα της να κάνοντες βόλτες στα στενά να βρει θέση να παρκάρει. Αλλά, ξέρω κι εγώ τί χρειαζεται αυτή η κυρία. Μια ίδια, θέλει. Να της κλείσει το δρόμο με το δικό της τζιπ , φαρδύ πλατύ στη μέση του δρόμου, γιατί , χρυσή μου , και αυτη θα ξέρει.