Eίδα ένα όνειρο τις προάλλες. Πως είχε γεμίσει ο κόσμος καλούς ανθρώπους. Καλούς , ευγενικούς, πρόσχαρους ανθρώπους. Που το χαμόγελό τους έβγαινε από την ψυχή τους βαθειά. Που η χαρά τους ήταν να μοιράζονται με άλλους. Που χαίρονταν πιό πολύ όταν χαίρονταν οι άλλοι. Αγαπούσαν πράγματα αληθινά. Άνοιγαν το συρτάρι και έβγαζαν ιστορία -όχι για να την διδάξουν , αλλά για να τη μοιραστούν κι αυτήν. Παλιές σελίδες, λίγο κίτρινες απο το χρόνο που τις έβαψε έτσι ή με χρώματα από τυπογραφικά άλλης εποχής, κείμενα και φωτογραφίες με ένα άρωμα που- πώς να το πώ;- δεν κλείνεται σε μπουκάλι. Τέτοιους ανθρώπους , λέει, είχε γεμίσει ο κόσμος. Γέμιζαν πρώτα τα ποτήρια της παρέας και μετά έβαζαν στο δικό τους. Το καλύτερο κρασί πάντα, δεν υπήρχε περίπτωση. Και άκου τώρα! Ούτε που μιλούσαν γι΄αυτά που έκαναν. Ούτε που θα τους άκουγες να μετράνε τη φήμη τους , ούτε που τους ένοιαζε να διαφημίσουν τον εαυτό τους, ταπεινοί άνθρωποι. Τα λόγια τους ήταν αυτά που άκουγες ,όχι άλλα κρυμμένα πίσω από αυτά, πονηρά.
Και είχαν χρόνο, πάντα, ό,τι ώρα ήθελες για μας τους άλλους. Και αστεία να πουν και πειράγματα. Και τα τραγούδια τους μιλούσαν στην καρδιά και εβρισκαν δρόμους και για την καρδιά του κόσμου. Οι άλλοι όλοι, οι μαφίες, οι ψωροπερήφανοι, οι δήθεν, οι τίποτε , οι απασχολημένοι, οι μπιζναδόροι, η περήφανη λαμογιά και οι κολητοί τους -στο όνειρο πάντα- είχαν γίνει μικροί, μικροσκοπικοί ελάχιστοι (πιό μικροί και απο ό,τι στην αλήθεια είναι). Είχαν γίνει καπνός, λέει. Το είπα το όνειρο. Και κάποιος που ήξερε από αυτά,. απο εκείνους που κρατάνε τα κλειδιά της πύλης του μυστήριου και δεν σ’ αφήνουν ούτε στο όνειρο να χαρείς, μου έρριξε μια ματιά ανάμεσα σε οίκτο και συμπόνοια -“δεν είναι καλό” μου είπε…”κακό όνειρο είναι.” Και δεν βγήκε σε καλό. Οι καλοί έμειναν λίγοι. ‘Εμειναν πολύ πιό λίγοι.