Και τώρα τα καλά νέα: Καλά νέα; Υπάρχουν; Ναι, ο ασθενής αντιδρά. Κινείται, κλωτσάει, αναπνέει. Πεσμένος κάτω τόσο καιρό, δεχόταν το ένα μετά το άλλο τα πυρά, ενώ άσχημες μυρωδιές μπούκωναν τα ρουθούνια του. Γύρω, αχόρταγα στόματα ανοιγόκλειναν και δεν άφηναν ψίχουλο από το μεγάλο φαγοπότι. Και κάπου μεταξύ του δώσε – πάρε και- κράτα- και- κάτι- στην- άκρη- για- τους – δικούς- μας, όλοι εκείνοι έξω ξεχάστηκαν, ήσυχοι πως τα παιδιά βλέπουν τηλεόραση. Θα παίζουν- έλεγαν- μέσα σε μακάρια ηρεμία κανένα παιχνίδι, περνώντας από τη μία πίστα στην άλλη και κερδίζοντας πόντους και πυρομαχικά για το επόμενο επίπεδο. Πολλοί το νόμιζαν αυτό, ακόμη και αυτοί που δεν θα έπρεπε να το νομίζουν- και η σφαίρα τρύπησε την καρδιά και το μεγάλο μπαλόνι της ανοχής.

Και αυτό έσκασε. Με δύναμη. Αντίδραση και δράση. Σαν να ανέβηκε στην επιφάνεια από δυνάμεις της άνωσης το κομμάτι του Νick Lowe «Ι Love the sound of breaking class» και βρήκε από μόνο του τον δρόμο για να «παίξει»- είναι παλιό, αλλά μπήκε στην καινούργια συλλογή του «Jesus Οf Cool» και ξετρύπωσε πάνω στην ώρα. Έτσι, με αυτόν τον ήχο των τζαμιών που σπάνε, ξύπνησαν και είδαν τους καναπέδες άδειους, το σαλόνι ατσαλάκωτο, την τηλεόραση ανάποδα. Το game τελείωσε, το παιχνίδι αρχίζει. Πάνω στην ώρα, που λέτε, όπως κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες εμφανίστηκε ο κυρ Αλέξανδρος, κατεβαίνοντας τη Σόλωνος προς την πλατεία και περπατώντας αργά με το κεφάλι σκυμμένο- ποιος να ΄ξερε τι να ΄τρεχε στο μυαλό ενός κοσμοκαλόγερου τέτοιους καιρούς.

Και αυτό έσκασε. Με δύναμη. Αντίδραση και δράση. Σαν να ανέβηκε στην επιφάνεια από δυνάμεις της άνωσης το κομμάτι του Νick Lowe «Ι Love the sound of breaking class» και βρήκε από μόνο του τον δρόμο για να «παίξει»- είναι παλιό, αλλά μπήκε στην καινούργια συλλογή του «Jesus Οf Cool» και ξετρύπωσε πάνω στην ώρα. Έτσι, με αυτόν τον ήχο των τζαμιών που σπάνε, ξύπνησαν και είδαν τους καναπέδες άδειους, το σαλόνι ατσαλάκωτο, την τηλεόραση ανάποδα. Το game τελείωσε, το παιχνίδι αρχίζει. Πάνω στην ώρα, που λέτε, όπως κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες εμφανίστηκε ο κυρ Αλέξανδρος, κατεβαίνοντας τη Σόλωνος προς την πλατεία και περπατώντας αργά με το κεφάλι σκυμμένο- ποιος να ΄ξερε τι να ΄τρεχε στο μυαλό ενός κοσμοκαλόγερου τέτοιους καιρούς.
Αν άλλες φορές διάβαζες το βλέμμα του, αυτή τη φορά δεν φαινόταν καθαρά, σαν σαστισμένος φαινόταν, σαν απίστευτα να τα έβλεπε όλα αυτά, αλλιώς την ήξερε την εκκλησία κι αλλιώς τον άνθρωπο. Περπάτησε ανάμεσα σε σπασμένες βιτρίνες, κιτρινισμένες σελίδες, αναποδογυρισμένα κομπιούτερ και κάπου στο βάθος, αν δεν με γελούσαν τα μάτια μου από τους καπνούς, τον είδα να μιλάει με ένα παιδί. Και μετά πάλι χάθηκε, δεν ήταν κανείς εκεί πέρα. Είπαν λοιπόν οι αρμόδιοι σε αυτή την πόλη να φωτίσουν τον Δρομέα εορταστικά. Καλή κίνηση νομίζω πως είναι. Γιατί ο δρόμος πάντα κάπου θα σε βγάλει.