Το φενγκ σούι δεν το προσέχεις, τα ψιλά γράμματα δεν τα διαβάζεις, τη χοληστερίνη δεν την κοιτάς, πάντα έχεις το βλέμμα στραμμένο αλλού, κάπου μακριά να υποθέσω. Μάλλον δηλαδή καλά κάνεις. Και βγαίνεις μετά και λες: «δεν ξέρω/ δεν απαντώ». Και δεν σε καταλαβαίνω. Αποκλείεται να μην ξέρεις. Να πεις καλύτερα «ξέρω, αλλά δεν απαντώ γιατί ντρέπομαι.» Γιατί, πού ήσουν; Δεν ήξερες; Και δεν ρώταγες; Ήταν κλειστός ο δρόμος επειδή έκαναν έργα; Ή κλειστός ο δρόμος για να μη βλέπεις ότι δεν κάνουν έργα; Εντάξει λοιπόν, αλλά είναι δικαιολογία. Και συγγνώμη αλλά δεν σε καταλαβαίνω και πάλι.
Από πάνω σε ψαρώνουν κιόλας. Παίρνουν ύφος, φοράνε έναν προβληματισμό καπέλο και σου στρώνουν μια ξεγυρισμένη σαχλοεξίσωση, που αν τη βάλεις να παίξει ανάποδα σαν στις ταινίες με τον εξαπωδώ, θα ακούσεις «ψήφισέ μας/ ψήφισέ μας/ ψήφισέ μας» στα όρια του υπνωτισμού. Αλλα δεν πειράζει. Αν δεν φτερνιστείς, δεν σε πιάσει βήχας, δεν ανεβάσεις πυρετό, δεν έχεις ξάδελφο μαριάτσι με κιθάρες, δεν πάρεις κλήση για πάρκινγκ, όλα θα πάνε καλά. Ή θα έχεις τόσο πολύ άγχος που δεν θα προσέχεις πώς πάνε. Γιατί στου αγχωμένου το σπίτι, δεν μιλάνε γενικά, αφού και να μιλήσουν κανείς δεν τους ακούει. Κι ενώ εσύ θα κατεβάζεις τα ηρεμιστικά- επειδή θα αγχώνεσαι που θα κόβεις το τσιγάρο και δεν θα καπνίζεις στα σικ ρεστοράν- δεν θα μπορείς, με το δίκιο σου, να διαβάζεις και πίσω από τις λέξεις. Α ναι, κι εκεί. Όπου πολλές φορές είναι το ζουμί. Στο κυνήγι της υποφωτισμένης πληροφορίας. Είδηση με πορτατίφ. Στη μιντιολαγνεία των μοντέρνων καιρών, περνάνε και χάνονται μικρές/ μεγάλες ειδήσεις σα σκιές του ινφοεθισμού μας.
Οπότε, δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Οι ανησυχίες είναι ρυτίδες. Μπορεί και να μην το μάθεις ποτέ. Κι από κανέναν. Σου έχω όμως νέο, επαναστατικό και σούπερ: Οι σαμπάνιες θα ανοίγουν με θόρυβο αλλά δεν θα κινδυνεύεις να χτυπήσεις από τον φελλό. Σου το είπα ότι ζούμε σε ασφαλή κόσμο, δεν στο είπα;