Στην Παραλιακή στο φανάρι, σταματάει δίπλα αμάξι χλιδάτο. Σκούρα τζάμια, κατεβασμένα ώς τη μέση, ο τύπος που το οδηγεί μιλάει στο κινητό. Φωνάζει στο κινητό. Εγώ, από δίπλα, ακούω. «Σου ΄πα για το παρκάρισμα, δεν έγινε τίποτε, σου ΄πα για τον Βαρύ, κάνεις πως δεν ακούς. Δεν μ΄ αρέσουν εμένα αυτά τα πράγματα. Και ο άλλος είναι ζόρικος. Ούτε αυτουνού του αρέσουν. Καταλαβαίνεις, δεν καταλαβαίνεις;». Ώπα, λέω, πέσαμε σε θέμα. Ησυχία στο μεταξύ από δίπλα. Ακούει αυτός, μιλάει ο άλλος. Ανάβει πράσινο (δεν τσουλάει και σπουδαία πράγματα η Παραλιακή) περνάνε με το πάσο τους μαμάδες, μπαμπάδες, παιδάκια με σωσίβια, ένα ωραίο καλοκαιρινό τοπίο.
Μας ξαναπιάνει φανάρι πιο κάτω. Η συζήτηση συνεχίζεται. «… Από μένα ΄ντάξει. Πήρα τα δικά μου από το τέσσερα- με πιάνεις ε;- ψώνισα τη γούνα, έδωσα και στα παιδιά- Φιλοθέη, μη λέμε ονόματα- και ούτε με ξέρεις ούτε σε ξέρω. Και ο Ρώσος, που είδες, φίλος. Καταλαβαίνεις τώρα;» (καταλαβαίνει υποθέτω). Με βλέπει όμως ότι κοιτάω και σφυρίζω αδιάφορα. Κάνω ότι κάτι ψάχνω μέσα στο αμάξι. Ανεβάζει λίγο το παράθυρο, αλλά δεν το κλείνει. Συνεχίζει να λέει κάτι που δεν ακούω, αλλά μπορώ να φανταστώ.
Τότε, και, από την άλλη πλευρά- καθώς εγώ είμαι στη μεσαία λωρίδα- από άλλο αμάξι, ακούω να μιλάνε ρωσικά. Ωραία σύμπτωση, σκέφτομαι. Είναι μια οικογένεια που πάει για μπάνιο. Και το παιδάκι, στο πίσω κάθισμα, ξανθό και στρουμπουλό, όπως πολλά παιδάκια κάνουν για να περάσει η ώρα τους στον δρόμο, χαιρετάει τον τύπο από το άλλο αμάξι, αυτόν που μίλαγε στο κινητό. Κι αυτός του χαμογελάει, του κλείνει το μάτι, στρίβει λίγο το τιμόνι, πλησιάζει, φτάνει κοντά στο παράθυρο του οδηγού με την οικογένεια, σκύβει λίγο, κρατάω την ανάσα μου, «χαλάρωσε – του λέει- νο πάρκινγκ». Πατάει γκάζι και φεύγει. Είχε ανοίξει και ο δρόμος, δεν τον πρόλαβα. Δεν ξέρω πάλι… ή πολλά αστυνομικά διαβάζω, ή πολλή εφημερίδα διαβάζω, ή πολύ μακριά τρέχει η φαντασία του ανθρώπου ώσπου να ανάψει πράσινο καλοκαιριάτικα στην Παραλιακή.