Το μεγάλο σταχτοδοχείο μάς δέχεται πίσω. Τώρα κατάλαβα γιατί όταν δεν υπάρχει τασάκι για να ρίξεις τη στάχτη, σου λένε «κάτω, βρε αδελφέ, στο μεγάλο τασάκι…» με προφητική σχεδόν ακρίβεια.
Μικρές αναπνοές σε μεγάλα σπίτια. Το δάσος που χάθηκε μέσα στον χρόνο. Μακάρι να τους στοιχειώσουν οι κραυγές των ελαφιών που κάηκαν εκεί μέσα. Για πάντα. Τα κατάφερα όμως και δεν το άνοιξα το λάπτοπ.
Ένιωθα κάπου κάπου τη φαγούρα να μπω για λίγο στο Ίντερνετ. Να τσεκάρω ένα-δυο σάιτ, να ποστάρω έστω μια φωτογραφία και δυο λόγια στο blog. Δεν το έκανα. Έδειξα χαρακτήρα. Δεν υπάρχει «λίγο» σε αυτά τα «μηχανήματα του διαβόλου». Αν μπεις θα σε ρουφήξουν κανονικά, θα σε τραβήξουν στην άβυσσό τους. Καλύτερα να γυρίσεις στο βιβλίο σου, έλεγα στον εαυτό μου. Και ναι, καλύτερα ήταν. Έτσι, είμαι ακόμη στην Ίο (όπου και να βρίσκομαι δηλαδή) και εκεί, στην ταβέρνα του Αντώνη, συζητάνε για τον Ολυμπιακό, και τις εκλογές, και για το ψάρι που μας περιμένει.
Πέφτει κι ο αέρας αυτή την εποχή (δεν σου υπογράφουν βέβαια και συμβόλαιο γι΄ αυτό οι Κυκλάδες…), αλλά αυτός ο αέρας δεν μυρίζει φθινόπωρο, ούτε καμένα, ούτε κλεισούρα από γραφεία, ούτε προεκλογικές υποσχέσεις και τέτοια πράγματα. Είναι ανυποψίαστος και φέρνει τη μια μυρωδιές της θάλασσας και την άλλη μυρωδιές του βουνού. Αν μπορούσα να τις κλείσω μέσα σε αυτό εδώ το κειμενάκι και να τις στείλω, τέλεια θα ήταν. Αλλά, βλέπετε, η τεχνολογία έχει πολύ δρόμο μπροστά της ακόμη. Και πρώτα πρέπει να πετύχει να φτιάξει οθόνες που φαίνονται καλά κάτω από τον ήλιο.