Σκέφτομαι αριθμούς, προσπαθώντας να εντοπίσω αν κάποιος από αυτούς φωτίζεται περισσότερο στο μυαλό μου από άλλους: 8, 14, 4; Άλλο; Το 21. Πάλι το 21; Ναι πάλι το 21. Κι αν βγήκε την προηγούμενη φορά, δεν πειράζει θα ξαναβγεί. Ελπίζω δηλαδή. Θα δούμε στην επόμενη κλήρωση. Ο Νοέμβριος έκανε ό,τι μπορούσε. Διπλώνω το δελτίο, το βάζω στην τσέπη. Να θυμηθώ σε ποια τσέπη το έβαλα. Τι λέγαμε; Ο Νοέμβριος ναι, υπήρξε εξαιρετικά καλός.
Έκανε λιακάδες, ζέστες, χρυσά μεσημέρια. Σαν να σε χτυπάει φιλικά στην πλάτη, την ώρα που η γρίπη δείχνει τα δόντια της- χάλια δόντια- και το πλοίο βουλιάζει από χρέη και κακοτιμονιές- όλοι μας μέσα σε αυτό πάμε για πάτο. Άλλοι με μάσκα, άλλοι χωρίς. Χωρίς λεφτά όλη η χώρα.
Κάπου όμως είχα κάτι ψιλά. Ψάχνω στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Τρίτο φανάρι στη σειρά, έχουν καθαρίσει τα τζάμια οκτώ φορές. Αν ήταν καθαρό το πανί που τα καθάριζαν, θα ήταν πια αόρατα. Φτάνει! Τα σκουπίδια έχουν φτάσει ώς τον δρόμο. Κυλιούνται πάνω στη διάβαση. Αν μείνεις λίγο ακόμη εκεί, θα δεις κάποιον να γλιστράει και να ξαπλώνεται φαρδύς πλατύς πάνω σε ανακυκλώσιμη σακούλα σούπερ μάρκετ. Σούπερ εικόνα. Άγρια. Άνθρωποι πιο κάτω ψάχνουν στα σκουπίδια. Ένας από αυτούς σέρνει το καρότσι του, σκύβει μέσα στον κάδο.
Μα, τι βγάζει από μέσα; Ένα κομμάτι κρέας. Από το καρότσι εμφανίζει ένα κουτί, φυλάει μέσα το φαγητό του. Με κοιτάει που τον έχω δει, δεν ξέρω αν καταλαβαίνει, ούτε αν καταλαβαίνω καλά εγώ.
Κάνει μεταβολή, στρίβει το καροτσάκι του προς την άλλη κατεύθυνση και φεύγει. Πού είχαμε μείνει;
Ο Νοέμβριος κάνει μια ζαχαρένια πάσα στον Δεκέμβριο, ανάβει τα φωτάκια και η πόλη μοιάζει με παραμύθι. Μια παγωμένη γιορτή που περιμένει να αρχίσει.
Η αντιπολίτευση ψηφίζει τον αρχηγό της (Πλανήτης Κένταυρος καλεί Ωρίωνα- τρέχα γύρευε) κι εγώ γουστάρω τρελά να κερδίσουμε το ντέρμπι την Κυριακή, εκεί μέσα στο Λιμάνι και με άνετο σκορ. Σκέφτομαι πάλι αριθμούς (σε ποια τσέπη, είπαμε, έβαλα το δελτίο;) Και ψάχνω την έκπληξη για να ποντάρω.