Το νησί. Η πτήση. Ο Τζακ. Η Κέιτ. Ο Σόγιερ. Ο Χιούγκο. Ο Σαγίντ.
Οι «Αλλοι». Ο Τζέικοµπ και ο άλλος. Ο Ντέσµοντ. Ο Μπεν. Ο µαύρος καπνός και οι επιστήµονες. Ο χρόνος που πάει µπρος και πίσω. Τα 70s, το πολύ πιο παλιά και το τώρα. Το µυστήριο. Το µυστήριο µέσα στο µυστήριο και όλες οι θεωρίες συνωµοσίας στο µίξερ.
Τελειώνουν τα ψέµατα. Σε λίγο θα ξέρουµε. Τι συνέβη στους επιζήσαντες της πτήσης στο τροπικό νησί του Νότιου Ειρηνικού.
Πριν ακόµη δω το πρώτο επεισόδιο του «Lost» είχα ακούσει διάφορα. Πως σε κρατάει κολληµένο στην οθόνη, πως έχει όλα αυτά που θέλεις µια καλή τηλεοπτική σειρά να έχει, χαρακτήρες, σενάριο, µυαλό. Υπερβολές, έλεγα.
Πόσο µπορεί να παρακολουθείς µε ενδιαφέρον µερικούς τύπους που προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα έρηµο νησί; Τι να έχει αυτό το νησί; Τέρατα και ψυχοπαθείς δολοφόνους; Αυτά και πολύ περισσότερα αποδείχτηκε ότι είχε το νησί. Από τη στιγµή που είδα το πόδι το Τζον Λοκ να κουνιέται, ξαπλωµένος καθώς ήταν στην παραλία, µε το αναπηρικό καροτσάκι δίπλα άχρηστο και το αεροπλάνο πιο πέρα τσακισµένο στις φλόγες, «βρέθηκα» και εγώ στο νησί. Lost µαζί τους. Πέρασα το καλοκαίρι, µετά το τέλος του πρώτου κύκλου, µε την αγωνία τι κρυβόταν στην καταπακτή. Αστεία πράγµατα, αν σκεφτεί κανείς τι άλλο είδαν τα µάτια µας – µέσα κι έξω από την καταπακτή, πάνω στο νησί και πέρα από τη θάλασσα.
Στο τέλος του δεύτερου κύκλου «έπαιζαν» ήδη – δεν ξέρω κι εγώ πόσες – θεωρίες. Στο µεταξύ, οι έρευνες δείχνουν πως το κοινό που παρακολουθεί το «Lost» δεν είναι το κλασικό κοινό που παρακολουθεί τηλεόραση. Είµαστε όλοι κολληµένοι µε την ιστορία. Στο τέλος του τρίτου κύκλου σηµειώνω σε µια λίστα πιθανές λύσεις του µυστηρίου. Πολλές. Θα τις τσεκάρω µετά το φινάλε. Οταν πια, σε λίγες µέρες, µάθουµε την αλήθεια. Αν κερδίζει το καλό ή το κακό, αν αυτό έχει καθόλου σηµασία, αν ο Τζακ και η Κέιτ πάνε σπίτι. Αν µπορούµε ίσως να βρούµε ένα δικό µας νησί, όπου δεν θα πιάνουν τα κινητά και σαν τον Σόγιερ θα µπορούµε να διαβάζουµε µε την ησυχία µας βιβλία στην παραλία – έστω και µε ένα σπασµένο ζευγάρι γυαλιών.