Διπλώνει την πετσέτα µε αργές κινήσεις, µαζεύει τα κουβαδάκια και τα φτυαράκια ένα ένα, τα µαγιό, τα περιοδικά, τα βάζει όλα µέσα στην τσάντα. Περνάει την τσάντα στον ώµο, τραβάει και το παιδί από τη θάλασσα που τσαλαβουτούσε ακόµη εκεί έξω στα ρηχά έλα, βρε Κωστάκη, θα αργήσουµε αγόρι µου και φεύγει.
Κάνει δηλαδή να φύγει, αλλά πώς µου έρχεται εκείνη την ώρα (στην πίσω οµπρέλα εγώ) και της λέω «συγγνώµη, κάτι ξεχάσατε». Για ένα κλάσµα δευτερολέπτου περνάει από το µυαλό της, φαντάζοµαι, πως ξέχασε κουβαδάκι (κατά µέσον όρο κάθε οµπρέλα µε παιδιά στη θάλασσα αφήνει πίσω ένα µε δύο κουβαδάκια κάποια στιγµή µόνο µε αυτά πρέπει να δοκιµάσουν να χτίσουν πολυκατοικία, θα φτάνουν και θα περισσεύουν), αλλά αµέσως καταλαβαίνει.
Δεν πρόκειται για τα παιχνίδια της αµµουδιάς, αλλά για τα σκουπίδια στην αµµουδιά. Εχει αφήσει πίσω ένα βουναλάκι από άδεια µπουκαλάκια νερό, κουτάκια πορτοκαλάδες, χαρτοπετσέτες, κεσεδάκια από γιαούρτι µε φρούτα και µισοφαγωµένα σάντουιτς.
Γυρίζει πίσω «περίµενε, Κωστάκη» και τα µαζεύει σιγά σιγά, καθώς της πέφτει η τσάντα από τον ώµο και την ξανασηκώνει και ενώ µου ρίχνει δολοφονικό βλέµµα από αυτά που νιώθεις πως σε τρυπάνε στο κορµί. Η κυρία και ο γλάρος επίσης που περίµενε να φύγουν για να περάσει στο τραπέζι. Τι; Δεν ξέρει ο γλάρος;
Καθώς φεύγει, κλωτσάει επιδεικτικά ένα άδειο πλαστικό ποτηράκι από καφέ άλλης οµπρέλας και πετάει τα σκουπίδια δίπλα µέσα στον κάδο.
Τίγκα στους κάδους η παραλία. «Ελα, Κωστάκη, µην καθυστερείς». Ο Κωστάκης παίζει µε τις σαγιονάρες του και αργεί και εκείνη, που έχει πια τα νεύρα της γιατί κάνει και ζέστη, γυρίζει πίσω και του λέει πολύ σοβαρά (του Κωστάκη) «αν συνεχίσεις έτσι, δεν πρόκειται να σε φέρω αύριο στη θάλασσα». Εχω µείνει µε τον γλάρο που µε κοιτάει εκδικητικά και κάνει βήµατα προς το µέρος µου. Αυτά τα πουλιά έχουν αποθρασυνθεί.
(illustration by Jessie Peter design http://jessiepeter.com/ )