Σκορδάκι που τσιγαρίζεται γαργαλάει τη µύτη µου. Και κρεµµυδάκι επίσης. Σάλτσα µε κόκκινη πιπεριά στην άκρη της γλώσσας. Πατατούλες τηγανητές, της µαµάς, all time classic. Και ψητό που ψήνεται στον φούρνο.
Νόµιζα ότι είχαµε ξεκαθαρίσει µερικά πράγµατα. Η κουζίνα έµεινε στην κουζίνα της και συχνά – πυκνά περνούσα να δω αν έγινε το φαΐ. Ώς εκεί µια χαρά, αν δεν ξεχνούσα, δηλαδή, την κατσαρόλα στο µάτι και έπρεπε να απολογηθώ για τη µία και µόνη αποστολή που µου είχε αναθέσει ο σεφ του σπιτιού. Αλλά, φαίνεται, υπάρχει θεός. Και του αρέσει να µαγειρεύει.
Γιατί όσο δεν πάω εγώ στην κουζίνα τόσο έρχεται εκείνη προς τα µένα. Με µεθοδικό σχέδιο και κινήσεις κυκλωτικές, από αυτές που δεν σου αφήνουν περιθώρια αντίδρασης. Οι µάγειρες είναι πια πιο πολλοί από τους δικηγόρους (δεν παραπονιέµαι) και όλοι οι γνωστοί µου έχουν από µια δική τους σπεσιαλιτέ, µερικοί από αυτούς σκέφτονται να ανοίξουν µαγαζί ή, αν όχι αυτό, είναι έτοιµοι να ανοίξουν κουβέντα για το πώς ανοίγεις το καλύτερο φύλλο. Επίσης φτιάχνουν και γλυκά και πολύ το χαίρονται.
Η τηλεόραση το ξέρετε κουζίνα µε τηλεκοντρόλ. Η Επίθεση του Γιγάντιου Μουσακά the ΤV series. Επεισόδιο: ποιος έκανε το καλύτερο λαβράκι; «Οχι εγώ, κύριε. Παρακολουθώ και έχω άγνωστες λέξεις, που όλοι οι άλλοι καταλαβαίνουν και περνάνε στο ψητό. Ωραιότατο πιάτο και πεινάω ξανά.
Στη συνέχεια, και ενώ βράζουν τα χόρτα στην κατσαρόλα, ξεφυλλίζω περιοδικό για µουσική όπου ο Κάρλος Σαντάνα καυχιέται για το µοναδικό γκουακαµόλε που φτιάχνει στο «Μaria Μaria», το καινούργιο εστιατόριο µε την υπογραφή του και σπουδαία, λέει, µεξικάνικη κουζίνα. Μαγειρεύοντας πας στην άκρη του κόσµου. Κάπου εκεί στην άκρη, έχω αρχίσει και ζηλεύω τους καπνιστές. Τουλάχιστον είναι κάµποσοι εκεί έξω στην εξορία του τσιγάρου. Ενώ όσοι δεν µαγειρεύουµε είµαστε λίγοι, και ανυπεράσπιστοι στο µάτι της κουζίνας. Και το µαγείρεµα κάνει καλό στην υγεία. Τι λες σεφ;
Δοκιµάζω;