Το δέντρο μας το είχε φέρει ο Νόνος από την Ιταλία. Παχύ, ψηλό, χορτάτο. Όλο το χρόνο ζούσε στο πατάρι ,σπασμένο στη μέση, το Δεκέμβριο το κατεβάζαμε από το πατάρι και το βάζαμε στο σαλόνι που το λέγαμε Σιβηρία , γιατι στο σαλόνι έκανε κρύο, ήταν βορινό.
Στη γωνία αριστερά, εκεί ήταν η θέση του δέντρου. Είχε την πρίζα για τα φωτάκια και μπορούσα να κάθομαι ακουμπώντας στο μπράτσο του καναπέ και να χαζεύω τις μπάλες.
Πρώτα βάζαμε τις γιρλάντες. Παχιές κι αυτές , ασημί γιρλάντες, που,πριν τις βάλουμε στο δέντρο τις έβαζα εγώ πάνω μου και χόρευα. Με τις γιρλάντες. Ή μάλλον ,λάθος πρώτα βάζαμε τα φωτάκια, μετά τις γιρλάντες. Και μετά την κορυφή ,που ήταν ένα μικρότερο δεντράκι με ένα αστέρι στην κορυφή του. Πιο περήφανη όμως ήμουνα για τη φάτνη.
Όσα χρόνια και αν έχουν περάσει καλύτερη φάτνη δεν έχω δει. Είχε καλάμια, είχε τα μοσχαράκια και τα γαιδουράκια και όλους τους πρωταγωνιστές της Γέννησης σαν αληθινούς. Τα προβατάκια ξεκόλαγαν λίγο, αλλά καλύτερα γιατί τα έβγαζα έξω για βόλτα. Χρόνο με το χρόνο ,όλα είχαν αρχίσει να ξεκολάνε , αλλά και πάλι ήταν ωραία και πιο free.
Οι μπάλες ήταν μεγάλη επιτυχία. Η κάθε μια διαφορετική και πολύ φαντασμαγορική- σαν αυτές στη φωτογραφία. Όχι’σαν’- αυτές στη φωτογραφία, ίδιες. Ήταν εκείνες οι κούφιες σαν το Studio 54 σε μπάλα χριστουγεννιάτικη , και οι άλλες οι μακρόστενες , ειδικά οι ριγέ, σα σκουλαρίκια σε πιο ανάλαφρο στιλ.
Υπήρχαν και τα άλλα στολίδια, ένα αγγελάκι που έπαιζε βιολί –από ολόκληρη ορχήστρα αυτό, πάρα πολύ ωραίο , το έβαζα πάντα μπροστά. Και ένας μάγειρας –μάστερ σεφ , που ποτέ δεν κατάλαβα τι δουλειά είχε πάνω στο έλατο και ήταν και κάπως βαρύς , αλλά μ’ άρεσε και τον στερέωνα για να φαίνεται και αυτός. Είχαμε και άλλες χριστουγεννιάτικες φυσιογνωμίες κρεμασμένες , συμπαθητικές κι αυτές, κάποια στιγμή αργότερα βγήκαν και κάτι καινούργιες μπάλες που τις πέταγες κάτω και δεν έσπαγαν –παίξαμε αρκετά μ΄αυτές και κάτι άλλες που είχαν γούνα και υποτίθεται ήταν μπάλες- γάτες, αλλά αυτές έσπαγαν.