Mεγάλα ψάθινα καπέλα, βαθύ μαύρισμα της πίσσας, δοσερό τιραντέ φουστάνι με σχέδια ομπρελίτσες της θάλασσας. Περιμένουν κάνοντας αέρα με μια βεντάλια χάρτινη στο φανάρι της Ποσειδώνος να περάσουν απέναντι. Οι κυρίες του καλοκαιριού σαν να είναι οι ίδιες κάθε χρόνο. Στην ίδια ηλικία, στην ίδια παραλία. Μεγάλα τατουάζ που τυλίγουν τα πόδια τους σαν φίδια. Τατουάζ-φίδια ή δράκοι, ή σαύρες ή κάτι σίγουρα που ζει στη ζέστη, μακριές βερμούδες που γίνονται ακόμη πιο μακριές γιατί δεν κάθονται ποτέ σωστά στη μέση τους, γυαλιά – οξυγονοκολλητή και καλώδια από τα αυτιά που ακούνε κάτι ροκ ή κάτι ραπ. Δεν περιμένουν στο φανάρι. Διασχίζουν στην Ποσειδώνος με ζιγκ – ζαγκ ανάμεσα σε αμάξια που τρέχουν, για να περάσουν και να πάνε απέναντι στην παραλία. Μεγάλες τσάντες σαν να μετακομίζουν σε άλλη ήπειρο για πάντα, γεμάτες με αφράτες πετσέτες, δροσερά σπρέι, αντηλιακά με δείκτη και χωρίς δείκτη, περιοδικά με τηλεστάρ και τα μαγιό τους, μακριά νύχια με πορτοκαλί χρώματα και πολύπλοκα σχέδια. Ρουφάνε με το καλαμάκι έναν φρέντο με αφρόγαλα περιμένοντας πάνω στις μαλακές χαβαγιάνας τους να ανάψει πράσινο και να βρεθούν απέναντι, στη θάλασσα. Μεγάλα σωσίβια με κροκόδειλους και συμπαθητικά δελφίνια, καπελάκια με βολάν και τον Σκούμπι Ντου, κουβαδάκια και πλαστικές τσουγκράνες. Κρατάνε τη μαμά από το χέρι και με μικρά τρεχαλητά φτάνουν απέναντι και δεν κρατιούνται να βουτήξουν. Το καλοκαίρι της Ποσειδώνος ζει. Είναι όρθιο. Και προσπαθεί να περάσει απέναντι.