O κύριος πρωθυπουργός αφού ξυρίστηκε και έβαλε το αγαπημένο του αφτερ-σέιβ με άρωμα κέδρου, έριξε πάλι στον καθρέφτη μια τελευταία ματιά. Διάολε, πάλι αυτός που έβλεπε δεν του θύμιζε κανέναν. Ο κέδρος όμως μύριζε τόσο ωραία, που τον καθησύχσσε για λίγο.
Ποιος είναι ήταν στον καθρέφτη; Κανένας γνωστός; Κάποιος συγγενής ; Κάποια αντανάκλαση; Κανένας .
Λίγο αργότερα στο προσωπικό του γραφείο, ένοιωσε πιο άνετα ,μια και όλοι οι άλλοι όχι μόνο τον αναγνώριζαν αλλά και ήταν πρόθυμοι να συνεργαστούν μαζί του. Η γραμματέας του έφερε τον καφέ με δυο κουταλιές ζάχαρη όπως τον πίνει πάντα. Ο θυρωρός (διοριμένος από την παλιά κυβέρνηση) αστειεύτηκε, ρωτώντας τον –πώς πάει σήμερα, καλά; Ο κανένας που δεν του θύμιζε ο εαυτός του, ήταν τελικά ο σωστός άνθρωπος στην σωστή θέση . Ο κανένας ήταν αυτός που ήθελε ο κόσμος και που θα ψήφιζε στις εκλογές. Ο κανένας θα μάζευε τα σκουπίδια από τους δρόμους και θα υπέγραφε τις συμβάσεις. Κανένας για όλους και όλοι για κανέναν.
Όλα πραγματικά πήγαιναν θαυμάσια, ώσπου άρχισαν σιγά σιγά να καταφθάνουν στο γραφείο του οι άλλοι. Τους άλλους όμως τους αναγνώρισε, έναν προς έναν. Και τρόμαξε πολύ, τόσο πολύ που δεν ήξερε τι να κάνει. Τρομακτικά πρόσωπα ,με δυσοίωνες προθέσεις ζωγραφισμένες πάνω τους. Οι εφιαλτικοί άλλοι ήταν εκεί. Τι να κάνει;
Προς στιγμήν σκέφτηκε να τους ραντίσει με άφτερ-σέιβ κέδρου. Δεν μπορείς να τα περιμένεις όλα από αυτό, αλλά από κάπου πρέπει να αρχίσεις…