Η πρόσκληση ήταν για ένα «πριβέ» πάρτι για την κυκλοφορία του καινούργιου άλμπουμ του Τομ Γουέιτς «Bad as me», που είναι το 20ό του και το πρώτο μέσα σε επτά χρόνια – ίσως και οκτώ.
Το ραντεβού ιντερνετικό, ο οικοδεσπότης περιμένει στο γραφείο του, ανάμεσα σε ηχεία που έχουν ξεκινήσει να παίζουν το «Bad as me», από τις δονήσεις του οποίου «χορεύει» η καρέκλα και το τρίποδο τραπεζάκι δίπλα. Πάνω σε αυτό ένα μαύρο τηλέφωνο παλιάς εποχής, από αυτά που χτυπάνε όλη την ώρα στο «Mad Men». Χτυπάει και αυτό και ο Γουέιτς το σηκώνει.
Κάποιος είναι, κάτι του λέει, εμείς ακούμε κομματιαστά τα κομμάτια του «Bad as me», «οκέι, κατάλαβα», λέει ο Γουέιτς και κλείνει τη μουσική. Κλείνει και το τηλέφωνο.
Αναστενάζει. Και μας κοιτάει στα μάτια. Λοιπόν – λέει – έχουμε ένα θέμα εδώ. Συγγνώμη, αλλά έπρεπε να το κόψω. Σταματάει η μουσική.
Οι καλεσμένοι – όλοι εμείς, ο καθένας στην οθόνη του – παρακολουθούμε με απορία, αλλά και αγαλλίαση, αφού ο «δικός» μας εξακολουθεί να είναι «δικός» μας κι ας κόβει στη μέση την ακρόαση – μπαμ και κάτω – αν έχεις απορία δες εδώ: http://www.youtube.com/watch?v=qeTja7JXK9A
Και συνεχίζει: «Προφανώς στο Ιντερνετ δεν υπάρχει τίποτε “πριβέ”. Εδώ που είμαστε λοιπόν, τούτο εδώ μπορεί να φτάσει παντού (απλώνει τα χέρια του για να δείξει το παντού) οπότε μια πρώτη πριβέ για σας, για μένα, δεν υπάρχει, έτσι… έτσι πρέπει να τα σταματήσω όλα τώρα». Νέος αναστεναγμός. Και μετά λέει αυτό για τα γενέθλια. «Πες (λέει) ότι έρχομαι εγώ στα γενέθλιά σας νωρίς και τρώω την τούρτα και ανοίγω τα δώρα – θα σας αρέσει αυτό; Ε; Οχι;». Οχι και τέρμα το πάρτι. Τέλειωσε; Κάθε άλλο, μόλις αρχίζει. Ενώ αφήνουμε τον Γουέιτς να δίνει «γεύση» του άλμπουμ βάζοντάς το να παίζει σε ένα παλιό αμάξι και αφήνοντας έναν έναν τους καλεσμένους να μπαίνουν και να ακούν, όλα αρχίζουν.
Από το «Bad as me» – που βγήκε μόλις από τη ζελατίνα και λίγο πριν από το στούντιο του Γουέιτς, αυτό που έχει βαφτίσει «Λαγοπόδαρο» για καλή τύχη – ξεπηδούν διάβολοι, τρίβολοι, τζίνια, και σαλτιμπάγκοι και χορεύουν στα τύμπανα του κατεργάρη Τομ. Σιγά μην τους έκανε το χατίρι να σωπάσει. Στην αναμπουμπούλα, που λένε, ο λύκος χαίρεται.
Αλλά εδώ η αλεπού ο Γουέιτς, με έναν ελιγμό εντελώς δικό του, περνάει από τον σκόπελο του ότι τίποτε καινούργιο δεν ανακαλύπτει, και κάνει τα μάγια του.
Με τα χάλκινα και τα κρουστά και τους βρυχηθμούς της Αποκάλυψης χλιμιντρίζει χορεύοντας γύρω από τις φωτιές. Πόσο μας είχε λείψει!
Ο άλλος «τρελός του χωριού» (λέμε τώρα), ο Κιθ Ρίτσαρντς, αποδέχεται την πρόσκληση και συντροφικά παρεμβαίνει. Ο Γουέιτς, με την ευκαιρία, τιμά τα είδωλά του, Τζέιμς Μπράουν, Πέγκι Λι, Χάουλιν Γουλφ, Μάρβιν Γκέι και Πρινς, γρυλίζοντας με φάνκι ενθουσιασμό και εκ βαθέων εξομολογητικό τόνο.
Μυστήρια τρένα, ποιητές και οδοιπόροι, φίδια, πεταλούδες, νεκροί, ζωντανοί και μερικοί σε «λίμπο» στάδιο, το Σικάγο, ο δρόμος, ζεστοί καφέδες και μπαλάντες φτιαγμένες από λαμαρίνες και σκουριά. Το μενού εκλεκτό, μαγειρεμένο και με μπαχαρικά του τρελο-Κιθ και τις αθάνατες συνταγές της συζύγου – συντρόφου και στη μουσική – Κάθλιν Μπρέναν. Τραγούδια που πετροβολάνε τη δισκογραφία, τη ροκανίζουν και ας μην είναι πριβέ το πάρτι. Ο Γουέιτς κερνάει.