Αν δεν υπήρχε ο Τζακ Γουάιτ, το ροκ θα είχε πεθάνει από ανία. Θα γύριζε γύρω από τον εαυτό του σαν τους δερβίσηδες, ώσπου θα έπεφτε κάτω ξερό. Ο Τζακ όμως, το δέκατο παιδί της οικογένειας Γκίλις, ήρθε στον κόσμο με μια αποστολή. Να ζωντανεύει νεκρά πράγματα.
«Το πικάπ σου δεν πέθανε» είναι ένα από τα συνθήματά του. Οι κινήσεις του στη μουσική έχουν μερικές φορές το βάρος της στιγμής που ο Μπομπ Ντίλαν έβαζε την κιθάρα στην πρίζα. Τότε που τον φώναζαν προδότη ενώ τη στιγμή που έσπαγε την παράδοση, της εξασφάλιζε την αιωνιότητα. Ο Ντίλαν είναι ο θεός του Τζακ και «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» ο 36χρονος Τζακ κάνει πάνω-κάτω το ίδιο.
Ακούγεται πομπώδες, αλλά δίπλα στο όνομά του, όχι και τόσο πολύ – είναι τώρα ο πιο σημαντικός άνθρωπος στο ροκ. Το πρώτο σόλο άλμπουμ του «Blunderbuss» το φωνάζει. Για τους «New York Times» είναι «ο πιο κουλ, αλλόκοτος και γνώστης ροκ σταρ της εποχής μας».
Από τους White Stripes ώς σήμερα – γκρουπ, συνεργασίες, παραγωγές – αναμοχλεύει τα μπλουζ. Ετσι όμως ώστε στις μουσικές του να αντανακλάται όλη η ιστορία από τον Ρόμπερτ Τζόνσον ώς την Αφρική – και στο «Blunderbuss» όλες οι τρελές ιδέες του παίρνουν ζωή. Ενας ξέφρενος χορός από κάντρι σόουλ, φανκ, ροκαμπίλι, ροκ εν ρολ και ασυγκράτητες κιθάρες. «Τα πάντα στη μουσική έχουν συμβεί», λέει, «αλλά με ενδιαφέρουν οι ιδέες που μπορούν να τα ανακατέψουν».
Το να κάνει μουσική με κομπιούτερ, του φαίνεται σαν να κοροϊδεύει, προτιμά να έχει την αίσθηση όλης της διαδικασίας της παραγωγής. Το στούντιο / δισκοπωλείο / δισκογραφική εταιρεία Third Man Records στο Νάσβιλ που έχει δημιουργήσει είναι για τον μουσικόφιλο ό,τι για τον λάτρη της σοκολάτας το εργοστάσιο του Γουίλι Γουόνκα. Ο Τζακ είναι ένας Γουίλι Γουόνκα, αν στη θέση των γλυκών βάλεις βινύλια.
Εχει, όπως ο ήρωας που ενσάρκωσε ο Τζόνι Ντεπ στο σινεμά, μανία με τα χρώματα, εμπνεύστηκε το ντιζάιν των White Stripes από καραμέλες και το κτίριο της Third Man ήταν παλιά εργαστήριο ζαχαροπλαστικής – αν όλα αυτά βέβαια είναι αλήθεια, γιατί όπως στον Ντίλαν, έτσι και στον Τζακ, λίγο μυστήριο του αρέσει. Οπως και να ‘χει, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και είμαστε μπροστά στον πάγκο με τις λιχουδιές (μπορείτε να το δείτε και στα ΝΕΑ http://www.tanea.gr/politismos/article/?aid=4714839)