Τι μου είπε…; Να δεις , τι μου είπε;… Μου είπε, ένα – να μην πάω από το δάσος, δύο -να μην σταματήσω πουθενά και να πάω κατευθείαν στη γιαγιά και τρία- δεν θυμάμαι τι μου είπε τρία.
Βέβαια από το δάσος περνάω. Και σταματάω για να μαζέψω και κάστανα και μερικά ωραία μωβ λουλούδια που έχουν ανθίσει γιατί δεν πειράζει να πάω και λίγο αργότερα στη γιαγιά, δεν θα πάει πουθενά- δεν φεύγει από το σπίτι αν δεν τελειώσει το σίριαλ και μετά βλέπει ειδήσεις και την πέφτει για ύπνο. Και ροχαλίζει. Αλλά ως τότε έχουμε ώρα, ακόμη δεν έχει αρχίσει το σίριαλ.
Αλλά τι μου είπε τρίτο δεν θυμάμαι. Δεν βαριέσαι (λέω) και με ακούει ένας που περνάει από δίπλα πολύυυυυ αργά με ένα αμάξι. – Τι δε βαριέσαι κοριτσάκι; -με ρωτάει.
Ορίστε ; Και σταματάει το αμάξι δυο βήματα πιο κει, ώσπου έγλυψαν οι ζάντες το πεζοδρόμιο.- Σε μένα μιλάτε;
Ναι…σε εσένα μου λέει και κάνει ένα σάλτο και βγαίνει έξω και έτσι όπως τον κόβω σαν κάπου να τον έχω δει μου φαίνεται. Και δεν μου αρέσει ο τύπος του. Καθόλου.
– Προς τα πού πας , μήπως να σε πάμε; -μου λέει γιατί έχει και αμάξι και οδηγό.
– Όχι ευχαριστώ του λέω, πάω βόλτα, δε χρειάζεται.
– Χρειάζεται μου λέει αυτός. Και νομίζω ότι είναι αυτός που λέει τον καιρό στην τηλεόραση, κουστουμαρισμένος και δείχνοντας βόρεια –βόρειο/δυτικά.
Και πάλι εγώ «όχι ευχαριστώ». Αλλά, αυτός δεν φεύγει. Εκεί. Έχω ραντεβού με τη γιαγιά, του λέω και πάω να το βάλω στα πόδια γιατί –είπα και πριν – καθόλου δεν μου αρέσει η φάτσα του.
Και τότε μου λέει να αφήσω τη γιαγιά ήσυχη. Πήγε αυτός πριν από εκεί ,της πήρε τη σύνταξη, της άδειασε το σεντούκι (που δεν είχε και τίποτε), της άρπαξε την εισφορά, της τίναξε τα χαλιά (μήπως είχε τίποτε κρύψει από κάτω) της έβαλε το κεφάλι στο νερό να μαρτυρήσει και της είπε να μην περιμένει και κανέναν, και ότι η εγγονή της- εγώ δηλαδή- πήγε στην Αυστραλία να βρει την τύχη της. Ποια κοκκινοσκουφίτσα και πράσινα άλογα;
Τότε, Χριστέ και Παναγιά , βλέπω τα δόντια του, που είναι έτοιμα να δαγκώσουν και, βέβαια- βέβαια δεν είναι αυτός που λέει τον καιρό. Είναι το «τρία» που έλεγε η μαμά (κι όλος ο κόσμος εδώ που τα λέμε) είναι αυτός με τα πολλά πρόσωπα, που θα μας πιει το αίμα…και τρίβει τα χέρια και πέφτουν λεφτά από τις τσέπες του. Πολλά και δικά μας. Φτου καταραμένε ΔΝΤ –ή όπως αλλιώς σε λένε- φωνάζω και τρέχω.
Και τότε βλέπω τον λύκο από μακριά και του σφυρίζω και αυτός φρενάρει, κάνει στροφή και με ένα σάλτο μ΄αρπάζει και με σώζει από αυτού του ΔΝΤ, ας πούμε, τα δόντια.
Και εκεί που λέω τελειώνει το παραμύθι πάω σπίτι μου να αράξω, αρχίζει να χάνει και ο λύκοςπου είχα συμπαθήσει αρχικά, το τριχωτό του στιλ και να δείχνει από μέσα το σωμόν ταγεράκι του. Χριστέ και Παναγιά, λέω πάλι. Η Ανγκελα. Και μου κόβει μια δαγκωνιά γερμανική σαν να χλαπακιάζει λουκάνικο σε Οκτόμπερ Φεστ που καταράστηκα την ώρα και τη στιγμή που είπα να παίξω στην Κοκκινοσκουφίτσα για να μπω στο μάτι της Κέι Στου που έκανε την Χιονάτη, η ψωροφαντασμένη.