Το ήξερα ότι κάπου ήταν αλλά δεν μπορούσα να το βρω. Που-θε-νά. Όχι όμως, είπα στον εαυτό μου, θα το βρεις, κάπου είναι. Τι; Από τη φαντασία τους το έβγαλαν οι άνθρωποι; Όλοι έψαχναν. Βασικά, το πώς θα την κάνουν έψαχναν και έκαναν ότι είχαν χάσει τη λίστα. Και έψαχναν.
Να ζητήσουμε από την κυρία να μας στείλει μια άλλη- η κυρία Λαγκάρντ ναι, θα μπορούσε, έκτακτη, Λα-Γκάρντιαν Έϊντζελ. Των άλλων angel.
Από πείσμα όμως. Θα κοπανηθώ να το βρω και μετά θα ανοίξουν οι κάλπες κι όποιον πάρει ο χάρος (μην τρομάζεις, τίποτε φοβερό, μια βόλτα θα τον πάει να του δείξει τα αξιοθέατα και θα γυρίσουν πίσω για το δείπνο).
Από πείσμα όμως. Θα κοπανηθώ να το βρω και μετά θα ανοίξουν οι κάλπες κι όποιον πάρει ο χάρος (μην τρομάζεις, τίποτε φοβερό, μια βόλτα θα τον πάει να του δείξει τα αξιοθέατα και θα γυρίσουν πίσω για το δείπνο).
Στο κάτω – κάτω φταις (στο είπαν οι άνθρωποι), τα έφαγες (στο ξαναείπαν οι άνθρωποι, που και είναι και δύσκολο να λένε τέτοια πράγματα, το καταλαβαίνεις αυτό…) ας μπεις στον κόπο να ρίξεις ένα ξεσκόνισμα να ξετρυπώσεις το στικάκι. Ε, και το βρήκα.
Με κάποιο τρόπο, φαίνεται, εκεί που άλλαζε χέρια, όπου κάπου το είχε πάρει το μάτι τους και κάτι είχε ακούσει το αυτί τους, μεταξύ Γιώργου, Αντώνη, Βαγγέλη, Λουκά, Γιάννη ενδεχομένως και Παπακαλιάτη που είχε βάλει και ένα υποθετικό όρο για καλό και για κακό και πιθανό είναι να το κάνει και ταινία, εκεί φαίνεται το δάγκωσε η θεία Ευτυχία. Και εκεί το βρήκα-στη μασέλα της θείας Ευτυχίας. Σφηνωμένο. Το άρπαξε και δεν το άφηνε.
Τι να κάνει η γυναίκα; Να κυκλοφορεί με ένα στικάκι στο στόμα; Έβγαλε τα δόντια και τα ακούμπησε στο κομοδίνο με τη λίστα δαγκωμένη. Δε μασάει η θεία Ευτυχία. Το κρατάει η μασέλα γερά. Γιατί μετά, η θεία – λέει – σκοπεύει να τους φτύσει στη μούρη. Αλλά περιμένει να τελειώσει το σόου, να πέσουν οι διαφημίσεις, να βγουν και οι μαζορέτες να κάνουν τα ακροβατικά τους -κορίνες, κάλπες στον αέρα- και να ‘φχαριστηθεί η γυναίκα το φτύσιμο. Φτου το στικάκι και η μασέλα μαζί.