Εκείνη την μέρα η μικρή Αντουανέττα ετοιμάστηκε να πάει με τις ξαδέλφες της στη θάλασσα.
Το φαγητό είχε ήδη μπει στο φούρνο –μοσχομύριζε όλο το χωριό- έτσι ώστε όταν τα παιδιά επέστρεφαν από το μπάνιο να κάτσουν μαζί με τους μεγάλους στο τραπέζι και να φάνε. Όπως γινόταν κάθε Κυριακή του καλοκαιριού. Που ήταν και κόσμος πιο πολύς πάντα στο χωριό.
Τα κορίτσια κατέβηκαν από τα Βλαχάτα της Λειβαθούς κάτω στη θάλασσα και η μικρή Αντουανέττα έμεινε να παίξει λίγο με την άμμο, καθισμένη κάτω από ένα βράχο για σκιά–ζεστή Αυγουστιάτικη μέρα που ήταν – περιμένοντας τις ξαδέλφες να παίξουν μαζί . Όταν, ξαφνικά, εκεί που κάθεται , ακούει ένα βουητό, που σαν κι αυτό δεν είχε ξανακούσει στη ζωή της. Σα να ερχόταν μέσα από το στόμα της Γης και να απλωνόταν γύρω γύρω σα καπνός από φωτιά που χορεύει, και, με το βουητό μαζί- αυτό κι αν ήταν τρομακτικό!- σαν κάποιος να κουνούσε τη γή κάτω από τα πόδια της. Η Αντουανέττα τινάζεται όρθια και βγαίνει μπροστά μήπως και δει από πού έρχεται όλο αυτό. Για καλή της τύχη- για πολύ καλή της τύχη- σώζεται, καθώς ο βράχος κόβεται και πέφτει εκεί που καθόταν και έπαιζε πριν από μόλις ένα λεπτό. Τα κορίτσια τρομάζουν. Αρπάζουν την Αντουανέττα από το χέρι κι ανεβαίνουν τρέχοντας στο χωριό. Κόσμος στο μεταξύ έχει βγει από τα σπίτια του και σταυροκοπιέται. Η Κάτω Λειβαθώς έχει πληγεί από το σεισμό, τα νέα φτάνουν στα Βλαχάτα από τα γύρω χωριά. Τα παιδιά βγαίνουν στο δρόμο, να τρέξουν να δουν τι γίνεται αλλού. Κι η Αντουανέττα μαζί. Η μητέρα της η Μαριάνθη έχει χτυπήσει το πόδι πριν από μερικές μέρες, και δεν την προλαβαίνει. Εκείνη τρέχει πάλι με τα ξαδέλφια να πάνε να δουν τι κάνει η θειά η Χρυσάνθη στο άλλο το χωριό, στα Κλήσματα. Η θειά η Χρυσάνθη είναι καλά. Τα παιδιά μένουν εκεί το βράδυ και ξεκινάνε πάλι την άλλη μέρα για το χωριό που τους περιμένουν οι δικοί τους. Στο δρόμο βλέπουν το κακό που έχει γίνει. Σπίτια έχουν πέσει, χαλάσματα παντού, δεξιά αριστερά. Από την Κυριακή όλοι έχουν στρώσει και κοιμούνται το βράδυ κάτω από τις ελιές. Σε μια ελιά από κάτω και η Μαριάνθη με την Αντουανέττα και την αδελφή της την Αγγελική – εκεί ήταν που τους βρήκε, την Τετάρτη, ο πιο μεγάλος σεισμός. Ντουβάρια έπεφταν, αυλές βούλιαζαν, μπαλκόνια έρχονταν κοντά κι ακουμπούσαν το ένα με τα’ άλλο. Η σκάλα στο σπίτι της Ελενάνθης πήγαινε πέρα- δώθε.
-«Μην τυχόν και μπεις μέσ’στο σπίτι, σε ξορκίζω μα τον Αγιο, Αντουανέττα» της έλεγε η μάνα η Μαριάνθη που ήταν και μόνη της γιατί ο Νίκος ταξίδευε, τότε, στα καράβια και ήρθε μετά άρον άρον να πάρει την οικογένεια από το νησί, αλλά δεν άφηναν να φύγει κόσμος για να μη γίνει πανικός.
«Όχι δε μπαίνω», είπε η Αντουανέττα. Και μπήκε. Ξέφυγε από τη Μαριάνθη και τρύπωσε στο σπίτι,ανάμεσα από τοίχους που είχαν μισογκρεμιστεί και έβαλε μέσα σε μια βαλίτσα ρούχα. Και ξαναμπήκε, μετά στα κλεφτά ξανά. Για να πάρει την κολώνια της που την είχε ξεχάσει..
Αν η Αντουανέττα δεν είχε προλάβει να πάρει την κολώνια της από το σπίτι, αν δεν είχε σηκωθεί από το βράχο για να δει τι τρέχει, ή αν θυμόταν κάτι άλλο που να ήθελε να σώσει από τα δόντια του σεισμού κι είχε συμβεί κανένα κακό, δεν θα διαβάζατε την ιστορία εδώ από μένα.
Στο μεταξύ στην Κεφαλονιά, όποτε πηγαίνουμε να δούμε ξαδέλφια και θείους στο Επανοχώρι και να κάνουμε τα μπάνια μας στο Τραπεζάκι, στο Λουρδά, στην Άβυθο όλο και κάτι θυμάται η μάνα μου και μας λέει για το σεισμό. Για τoν Καραβόμυλο, τα Κουρκουμελάτα, τον Κατελειό, τα Περατάτα, τα Ντομάτα, τα Σιμωτάτα και τα όμορφα Βλαχάτα στους πρόποδες του Αίνου με την ωραία θέα. Για την κολώνια της που μπήκε και πήρε και φώναζε απ΄έξω η Νόνα, η Μαριάνθη, παρακαλώντας τον Άγιο Γεράσιμο να βγάλει σώο από μέσα το παιδί.
Εξήντα χρόνια από το μεγάλο σεισμό στην Κεφαλονιά, το σαββατοκύριακο που έρχεται 10 και 11 του μήνα ζωντανεύει το παλιό χωριό, τα Βλαχάτα (της Σάμης- σημειώστε) με το Saristra Festival και πολλούς καλλιτέχνες στη σκηνή – όλο το πρόγραμμα εδώ: http://www.saristrafestival.gr/
Το νησί που κουνήθηκε πολύ, άλλωστε, ξέρει και να λικνίζεται στις μουσικές και κάτι ψιλο-σεισμούς κάθε τόσο τους περνάει στο πόδι, με μια ριγανάδα δροσερή που δεν έχω καλύτερο.