Είμαι εκεί, αριστερά όπως βλέπεις σκηνή, αραχτά με μπυρίτσα, δεν έχω προλάβει να πιάσω τραπεζάκι, δεν ήξερα ότι θα έχει τραπεζάκια – μέρα (βράδυ, ντε) της βδομάδας που λες …Kurt και κάτι σε πληγώνει. Συνειρμικά, όπως είναι όλα.
Η ατμόσφαιρα έχει θαλπωρή, το νιώθεις και δεν την κρύβει τίποτε ούτε καν του καλλιτέχνη η αφράτη μαλλούρα. O Kurt Vile περιοδεύει με το σαλόνι του, όχι με την μπάντα – ακούστικ μεν πλην όμως και σόλο, σε θεατρικό σκηνικό, περιγράφω: χαλάκι, λαμπατέρ, τιβί μικρή (αλά Τζάρμους) γύρω κιθάρες, πολύ μεταξύ μας τουτέστιν.
Θα μπορούσε να τον είχε καταπιεί ο Γκαγκάριν – χώρος όπως και να’ χει big rock – αλλά ο Kurt (φωτό του shawn brackbill) με τα adidas του – σνίκερ/φούτερ – γλύστρησε επιδέξια, unplugged seriously, με χορδές και την μώβ την πένα που ζήτησε ειδικά και στάθηκε στο ύψος (αν και τα έχανα λίγο τραγούδια, τόσο γυμνά που ήταν) του εναλλακτικού, λιτού και ανεπιτήδευτου.
–Τι να κάνει άραγε ο Τζόναθαν Ρίτσμαν αυτόν τον καιρό; – που και μόνος του ο modern lover έκανε σαματά, αναρωτήθηκα την ώρα (αργά πια) που αποχωρούσα από το διαστημικό στέκι της οδού Λιοσίων.
Προηγουμένως ο Paul Jenkins των Black Heart Procession, με φιζίκ Βαν Μόρισον και στιλ Νιλ Γιάνγκ παίδεψε στιχάκια για αγάπες χαμένες και νωπές, λίγο πιο πολύ από ότι θα περίμενε κανείς. Οι Egg Hell πιο πριν ακόμη τα πήγαν χάρμα και απέδειξαν, στον εαυτό τους πρώτα, πως τραπεζάκια δεν τους τρομάζουν. Σήμερα το πρωϊ, αφιέρωσα σε μένα και στον σύντροφο Μάικ, έναν Ντίλαν- όχι συνειρμικά, απλά έτσι.