Από την πρώτη στιγμή ξέραμε ότι θα έπρεπε να αλλάξουμε αμάξι. Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει αλλιώς, αυτός ήταν ο σκοπός του ταξιδιού, αν δεχτούμε ότι είχε σκοπό το ταξίδι αφού από τη στιγμή που βγαίνεις στο δρόμο, ο σκοπός κατά κανόνα παθαίνει ένα μικρό πατατράκ και στην περίπτωσή μας σίγουρα επαναπροσδιορίζεται με μικρές χαριτωμένες αφορμές, τόσο το καλύτερο, είχαμε πει, για όλους. Τρείς άγριοι και true ντετέκτιβ με Ρομπέρτο Μπολάνιο κυκλωτική τακτική και πνεύμα Νικ Πιτσολάτο μελετημένο από κάμποσα επεισόδια και αρκετούς χάρτες που έχουν και την χάρη τους.
Ο λόγος που ξέραμε ότι θα αλλάζαμε αυτοκίνητο ήταν ότι το δορυφορικό ραδιόφωνο –το οποίο εδώ που τα λέμε είναι η μεγαλύτερη ανακάλυψη απόλαυσης μετά το μιλκσέικ – παρουσίαζε σοβαρές ελλείψεις αλλά και το αμάξι το ίδιο δεν ήταν αυτό που είχαμε ον λάιν παραγγείλει, θέματα που προέκυψαν προφανώς επειδή κάτι έτρεχε με το ον λάιν σύστημα στα rental cars και στο Αεροδρόμιο του Χιούστον, το Τζορτζ Μπους επωνομαζόμενο, έκαναν ό,τι μπορούσαν οι πιο εξυπηρετικοί τουλάχιστον από τους οφ –λάιν της εταιρίας (οι άλλοι, όχι πολλά πράγματα) αλλά, ακόμη και να θέλαμε (που προς στιγμήν το προσπαθήσαμε- να θέλουμε) χάσαμε κάθε κίνητρο να στηρίξουμε το αμάξι που τσούλησε μπροστά μας όταν ένα ωραίο, αστραφτερό κόκκινο με χώρους και αφράτα λάστιχα έστριβε ήδη προς το exit της Κένεντι Μπούλεβαρντ και ήταν, όπως αποκαλύφθηκε αυτό που κανονικά περίμενε εμάς.
Όταν λέω εμάς εννοώ τους δύο από τους Τρεις Ντετέκτιβ που είχαν φτάσει, τον Έναν και εμένα που είχα και ρόλο να κρατάω σημειώσεις, υπεύθυνη εκτός των άλλων για τυχόν αντιπερισπασμούς και επικοινωνιακά τρικ, για συλλογή στοιχείων της διαδρομής εκτός των άλλων όσο και για την επαναφορά του ραδιοφωνικού γίγνεσθαι όσο γίνεται πιο συχνά στο Little Steven’s Underground Garage, ακομπλεξάριστο σταθμό και εννοείται, γκαζωμένο.
Κοντέψανε να μας πιάσουν τα μεσάνυχτα, αλλά μετά από δυο στάσεις(μια εκ των οποίων μας εξασφάλισε τρία ζεστά κουλουράκια: ζήτησα πληροφορίες για το δρόμο και η ευγενική κυρία πρόσφερε πληροφορίες με συνοδευτικά τρία κούκις σοκολάτα, ρωτώντας πόσοι είμαστε, κι αφού εγώ απάντησα δυο τώρα, αλλά θα γίνουμε τρεις – που κανονικά δεν θα έπρεπε να το είχα κάνει, αφ’ ενός γιατί τι σόι Ντετέκτιβς είμαστε;-, και αφ ‘ετέρου έχουμε μάθει πως δεν παίρνουμε γλυκά από ξένους (ακόμη και αν πρόκειται για ρεσεψιονίστ ξενοδοχείου όπου ούτε καν μένουμε). Έτσι κι αλλιώς με ή χωρίς τα κούκις, η προοπτική να περάσουμε το υπόλοιπο του Σαββατόβραδου μετά από δεκατέσσερεις ώρες πτήσης και αναμονής, στους δρόμους, δεν «έπαιζε» καθόλου σαν επιλογή.
Εξ’ ού και η διασκεδαστική υποδοχή στον προορισμό μας για τη νύχτα, όχι και πολύ μακριά από το Αεροδρόμιο, όπως είχε αποφασιστεί, ήρθε ακριβώς πάνω στην ώρα και με τη σωστή προφορά, εν τέλει με την οικειοτητα των Νοτίων, όπως επίσης με μακριά ζωγραφιστά νύχια και μωβ – μαύρο σιδερωμένο προσεκτικά μαλλί, που ζήλευε και η Μπιγιονσέ στις μωβ της μέρες. Η χαρωπή Αφροαμερικανή τραγούδησε κεφάτα και σε free styleαπόδοση το όνομα του Ντετέκτιβ Ένα, μέσα σε αυτό που, τόσο στο Νότο όσο και στο Βορά, θα χαρακτήριζαν σαν «καλή χαρά». Ήταν πολύ αργά για οτιδήποτε άλλο. Δεν χρειαστήκαμε ούτε τον πάγο που μας υπενθύμισε με την ίδια ζωηρή διάθεση, ότι υπάρχει σε κάθε όροφο – και στον δικό μας. (συνεχίζεται)