Εντάξει στραμπούλισα το δεξί πόδι και μετά το αριστερό και κατά τα άλλα μια χαρά είμαι. Περίπου, για την ακρίβεια, γιατί δεν ξέρω αν σου είπα ότι έφαγα ένα σπρώξιμο (και το έβλεπα να έρχεται) και έπεσα με τα μούτρα, δυο–τρία καρούμπαλα φαίνονται ακόμη-έσπασα και μερικά δόντια, τίποτε σπουδαίο, τίποτε σε σχέση με τη μπουνιά που ήρθε μετά. Ήταν και άσχημη η στιγμή τότε, την ώρα που τραβούσαν το χαλί κάτω από τα πόδια μου, πριν τα στραμπουλίσω, για να δουν, λέει, αν μπορώ να στέκομαι και να χοροπηδάω, πάνω στην γλίστρα, και, κολλητά έσκασε και εκείνη η κλωτσιά, η ουρανοκατέβατη-ποιος την περίμενε; -κάποιοι την περίμεναν πάντως, άκουσα ότι την είχαν σχεδιάσει μάλιστα- και , θα ήμουν πολύ καλά, όμως, αν δεν άρχιζαν τότε να μου πετάνε καρέκλες, γραφεία, καδρόνια, κομοδίνα, smartphones, στυλό διαρκείας, ακουστικά, πλυντήρια, κουζίνες γερμανικής τεχνολογίας, μερικά από αυτά μέσα στην εγγύησή τους ακόμη.