Ο Τζέισον Στένσιλ άρπαξε το κινητό του σχεδόν στο αέρα. Την ίδια στιγμή ένοιωσε το κάψιμο από τον εσπρέσο που χύθηκε στο άλλο του χέρι. Μερικοί άνθρωποι καταφέρνουν να κάνουν πολλά πράγματα μαζί, προφανώς όχι ο Στένσιλ και σίγουρα όχι ο Στένσιλ όταν ξαφνιάζεται. Δεν ήταν το SMS που περίμενε, ούτε και αυτό που δεν θα περίμενε, ήταν ένα παράξενο μήνυμα. – Τι διάολο! – φώναξε, ακουμπώντας την κούπα με όσο από τον καφέ είχε μείνει μέσα δίπλα του, σώζοντάς την από σίγουρο χαμό, την τελευταία κούπα από εκείνες που είχε φέρει στο διαμέρισμά του η Εριέττα Λόρενς, η μοναδική γυναίκα για την οποία πίστευε ότι πραγματικά είχε νoιαστεί στη ζωή του.

Τώρα όμως ήταν κάτι διαφορετικό. Πρώτα από όλα, δεν τον καλούσε μια από τις γνωστές ιστορίες, τις δημοσιογραφικές αποστολές για να φωτογραφίσει τα κύματα της Νέας Ζηλανδίας, ή να ακολουθήσει ορειβάτες στις Άνδεις, τώρα τον καλούσε η Μεσόγειος με μια πρόσκληση τόσο αινιγματική και, συνεπώς δελεαστική, που δεν θα μπορούσε να αρνηθεί. Ήταν η μοίρα.
-Αυτό το καζάνι δεν σταματάει να βράζει – μονολόγησε ο Στένσιλ, μια συνήθεια, μια από τις πολλές, που είχε κληρονομήσει από τον παππού του, εκείνο τον απίθανο τύπο τον Σίντνεϊ Στένσιλ που είχε χαθεί στα νερά της Μάλτας και ένα σωρό ιστορίες ακούγονταν γι’ αυτόν. Υπερβολικές και ανυπόστατες ίσως οι περισσότερες, αλλά ικανές να κάνουν τη φαντασία του εγγονού να οργιάζει και να του δίνουν κάθε τόσο μικρά τσιμπήματα ζήλιας, για όλα όσα έχανε εκείνος συνεχίζοντας να πίνει τους εσπρέσο του στο Café Fratelli στο Σόχο – φανατικά ‘Ιταλός’ όσον αφορά τις μικρές απολαύσεις της ζωής ίσως και τα μεγαλύτερες – φωτογραφίζοντας πια μόνο αντικείμενα τέχνης και δώρα για ‘σαλόνια’ περιοδικών που οι ένδοξες μέρες τους είχαν περάσει. Όσο κι αν ήταν καλός σε αυτό που έκανε και τον εκτιμούσαν για τη δουλειά του, πάντα του έλειπε αυτό που δεν ήταν, αυτό που ήταν ο πατέρας του – ένας τυχοδιώκτης;-ή ο παππούς του, ένας κατάσκοπος με εμμονές. Ποιος κατάσκοπος δεν έχει εμμονές;
«-Η ιστορία δεν περιμένει…»; -Τι θα πει αυτό;, τον ρωτούσε η Εριέττα , κόρη μουσικού, που δεν έμαθε ποτέ να παίζει, κανένα όργανο, παρά τις προσπάθειες της οικογένειας να κρατήσει τα μουσικά της διακριτικά, η Εριέττα Λόρενς έγινε διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων με κάποιους σταθερούς πελάτες και εκείνη τη στιγμή αδυνατούσε να καταλάβει για ποιον ακριβώς λόγο ο αγαπημένος της ήθελε να τα παρατήσει όλα (όχι πολλά για να λέμε την αλήθεια), να ετοιμαστεί και να ταξιδέψει στην Αθήνα.
-Δεν σημαίνει τίποτε συγκεκριμένο, απλά πρέπει να πάω εκεί-, εξηγούσε ο Στένσιλ χωρίς και να ζορίζεται να γίνει κατανοητός. Αυτό που διάβαζε μετά το: «η Ιστορία δεν περιμένει» ήταν : «Στην Αθήνα. V.» και τίποτε άλλο.
Το μήνυμα προκάλεσε αμέσως αντιδράσεις, τινάχτηκε μέσα στον οργανισμό του Στένσιλ σαν τις ασημένιες μπάλες στο pinball που εκσφενδονίζονται εδώ κι εκεί και βάζουν σε κίνηση ελατήρια, λάστιχα, μοχλούς, άλλες μπάλες, το μυαλό του Στένσιλ δούλευε τρελά. Μα και βέβαια είχε ξανασυναντήσει το γράμμα V., στις ιστορίες που άκουγε μεγαλώνοντας, αν και όσες φορές αν είχε ρωτήσει τον πατέρα του γι’ αυτό, δεν είχε πάρει ποτέ απάντηση συγκεκριμένη. Πότε του έλεγε για μια γυναίκα στη Μάλτα, για μια άλλη στη Φλωρεντία, για έναν αρουραίο στους υπονόμους της Νέας Υόρκης, τίποτε που θα μπορούσε να πάρει στα σοβαρά.
Κάπου είχε φυλαγμένες σημειώσεις, που ούτε που θυμόταν πού τις είχε βρει- του παππού;, του πατέρα;, κάποιου άλλου άγνωστου; Έξαψε και τις βρήκε πάλι. Σήκωσε τις σελίδες μπροστά στα μάτια του και διάβασε δυνατά: «Η ιστορία της V, δεν βασιζόταν παρά στην κατά καιρούς επανεμφάνιση ενός αρχικού γράμματος και μερικών άψυχων αντικειμένων…»
Η Εριέττα χτύπησε την πόρτα με δύναμη πίσω της. Βαρέθηκε; Θύμωσε; Δεν θα’ θελε να ξέρει.
Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Στένσιλ άνοιξε το λάπτοπ για να τσεκάρει πτήσεις Λονδίνο-Αθήνα. Η Αθήνα της κρίσης ήταν ο προορισμός του. Όλοι μιλούσαν για το περίφημο Grexit, για την πληγωμένη Ευρώπη, για τον λαβωμένο Νότο και για την αντίστασή του. ‘Έτρεξε’ πάνω-κάτω στα γρήγορα το timeline του στο twitter: ειδήσεις για την Ελλάδα, breakingnews από το BBC, οι New York Times με οικονομικές αναλύσεις για το ελληνικό ζήτημα, αποκαλύψεις από δημοσιογράφους. Δηλώσεις, απειλές, ένα άγριο πολεμικό κλίμα. Η νέα Κυβέρνηση, μια αριστερή κυβέρνηση, μπροστά στην πιο δύσκολη, κρίσιμη στιγμή- σκέφτηκε ο Στένσιλ. Μα φυσικά- είπε- «η Κατάσταση είναι πάντοτε μεγαλύτερη από σένα»- θυμήθηκε τη φράση τις σημειώσεις που είχε φυλάξει και «τα γεγονότα διατεταγμένα σύμφωνα με μια δυσοίωνη λογική». Λάτρης του παράλογου, του απίθανου, του αδύνατου, ένοιωσε ανατριχίλα. Κάτι αλλάζει, οι κραδασμοί είναι σχεδόν αισθητοί.
Είχε περάσει από την Αθήνα ο Στένσιλ, πριν από μερικά χρόνια, πηγαίνοντας στη Σύρο για διακοπές, φιλοξενούμενος στο σπίτι του φίλου του, Όλι, που είχε παντρευτεί Ελληνίδα, την Αναστασία και τα καλοκαίρια τα περνούσαν πάντοτε στο νησί- είχαν και δική τους βάρκα, μια ωραία γαλαζωπή βαρκούλα και πήγαιναν για ψάρεμα. Ο Στένσιλ λάτρευε το ψάρεμα. Έλεγε ότι στην προηγούμενη ζωή του ήταν ψαράς. Ή ψάρι. Αλλά αν ήταν ψάρι, μάλλον θα απεχθανόταν το ψάρεμα.
-Πώς θα είναι άραγε η Πλατεία Συντάγματος μεσ’ το καταχείμωνο; -σκέφτηκε. Θα μάθαινε σύντομα. Πολύ σύντομα, δεν χρειαζόταν να περιμένει για εξετάσει κάτι πιο προσεκτικά, είχε αρχίσει να πιστεύει ότι βρισκόταν μπροστά σε μια επανεμφάνιση του “V”, το έλεγε ξεκάθαρα το SMS και του έδειχνε το δρόμο.
«Σε αυτή την υπόθεση υπάρχει μια τερατώδης αίσθηση νοσταλγίας» (ήταν άλλη μια από τις φράσεις που είχε συναντήσει). Φαινόταν πως ο ίδιος «νοσταλγούσε» την περιπέτεια, τη Μεσόγειο, την Ιστορία, τα ίχνη του γράμματος “V”.
– Tί κάνεις εκεί; είπε στην Εριέττα που είχε φέρει στο δωμάτιο μια βαλίτσα και είχε αρχίσει να την γεμίζει με ρούχα. – Θα έρθω κι εγώ μαζί σου, του απάντησε εκείνη. «Η Αθήνα είναι αυτή τη στιγμή το πιο συναρπαστικό σημείο του πλανήτη». Η αγαπημένη της λέξη ήταν : συναρπαστικά!
*ένα μικρό αφήγημα, υπό την επήρεια της Κατάστασης και της ανάγνωσης του ‘V’ του Τhomas Pynchon