Η Μπιγιονσέ, η ωραία της παρέας, σαλτάρει από τον έναν κάδο στον άλλο, η άλλη, η Μαντόνα, μια ντίβα από δίπλα που περνάει από μια τρύπα στον τοίχο της αυλής, αυτή και κάτι άλλες παρδαλές μεγαλοκοπέλλες, ξαπλώνουν, τινάζονται, ξαναπέφτουν, κάνουν τούμπες. Είναι θεότρελλες οι γάτες της περιοχής. Τις έχει πειράξει η άνοιξη, που κανονικά ζει και μέσα στο χειμώνα, και η άνοιξη και το καλοκαίρι, ορκίζομαι στα μαγιό που κρεμάω στο μπαλκόνι και στεγνώνουν στο αγιάζι.
Και τώρα σε πάω μια βόλτα κάτω. Της ώρας κι αυτό το σκηνικό. Από το αγριεμένο νερό ως τα κατεβασμένα στόρια, τα ξεχαρβαλωμένα πατώματα, τα μουσκεμένα από την υγρασία ξύλα με τα σκουριασμένα καρφιά, επισκευές και ανακαινίσεις, σε δουλειά να βρίσκεσαι. Ασπρίσματα, βαψίματα, ένα πέρασμα με μπογιά σε ό,τι έφαγε ο Νοτιάς και κλάδεμα, φύτεμα, ψέκασμα, ή να περιμένουμε λίγο ακόμη καλού-κακού;
Στο μεταξύ, μετράω χιλιόμετρα με το Runstatic-όλο και πιο καλά-ως το τέρμα του Λαιμού, σχεδιάζω την πρώτη ανοιξιάτικη βόλτα στη Φασκομηλιά και μαζεύω ήλιους. Πολλούς. Χρειάζονται, για να διαλύσουν απειλές, bad vibes και υποτιμητικά (από το βορρά συχνά) βλέμματα και πόζες, από αυτά πια που ο Νότος έχει μάθει να διαβάζει-και εδώ και λίγο καιρό και να απαντά.
Φυσάει-δεν φυσάει η παραλία έχει πιστούς τον Μάρτιο, όπως είχε και τον Φεβρουάριο. Όρθιοι πάνω στις σανίδες με το κουπί, ή ξαπλωμένοι με το κύμα να τους πηγαίνει, με τα μάτια της Ωκεανίδας από τον αφρό του καπουτσίνο, πάνω τους. Έχει ανοίξει η Ωκεανίδα. Που θα μπορούσε να έχει το τέλειο (και ελαφρά υπερυψωμένο) beach bar. Αλλά δεν το’ χει. Ακόμη.
Οι συννεφομαχίες συνεχίζονται ενώ ο Buddy Ηolly τραγουδάει fade away από το CD που άρπαξα κατεβαίνοντας από το σπίτι. Η Μπιγιονσέ το ακούει, νιαουρίζει, πεινάει μάλλον, πηδάει από τον κάδο και έρχεται προς το μέρος μου. Δεν έχω και τίποτε να της δώσω αλλά ακολουθεί. Κάτι θα βρω. Και αν δεν την λέγαμε Μπιγιονσέ, θα την είχα βαφτίσει Πέγκι Σου εκείνη την ώρα. Πέγκι Σου της παραλίας.