Πάει κι αυτό τέλειωσε. Έλιωσε στη ζέστη του Αυγούστου, έσβησε «γιατί αξίζουμε έναν καλύτερο κόσμο»-πού θα τον βρούμε, είναι το θέμα-ένα καλύτερο True Detective season three ίσως, μια έξοδο προς τη θάλασσα.
Πλην όμως-και ενώ το τελευταίο επεισόδιο γέμιζε από γλαφυρότητες (o αποχαιρετισμός, το ραντεβού, να φοράς ένα άσπρο φουστάνι…) και από συγνώμη, μίστερ-προβλέψιμες «ανατροπές» όπως ότι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται όταν το παιδί μεγαλώνει, οδηγεί και οπλοφορεί-εντούτοις λέω, πολύ το χάρηκα, όχι με την χορταστική ευχαρίστηση και ικανοποίηση που νοιώθεις όταν παρακολουθείς κάτι πραγματικά καλό (True Detective season one) αλλά με την ένοχη απόλαυση και τέρψη ενός καραμπινάτου b-movie.
Το True Detective Two πρέπει να θεωρείται ήδη b-movie classic.
-Είχε αυτό στο μυαλό του από την αρχή ο Nic Pizzolatto; Δεν ξέρω, αν και είμαι πολύ κοντά στο να το πιστέψω.
Πώς αλλιώς, ο μεθοδικός και αποφασισμένος Frank Semyon (Vince Vaughn) που έχει φροντίσει τα πάντα και έχει θυσιάσει έργο ζωής για να περάσει “απέναντι” εκρήγνυται, χάνει τον έλεγχο και τα τινάζει όλα στον αέρα για ένα κουστούμι ωραίο; Θα μου πεις, πολύ θέλει; Και μετά, το υπερβατικό σκηνικό στην έρημο, τα οράματα και η συμβολική πορεία προς το τέλος, σαν Τζόνι Ντεπ στον Lone Ranger, μια πλήρης cult τελετουργία. Την ίδια ώρα που τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά για τον Ray Velcoro (Colin Farrell), τον οποίο, ομολογώ, είχα μια μικρή ελπίδα ότι ο Pizzolatto θα έσωζε τελευταία στιγμή. Αντί γι’ αυτό προτίμησε να τον ρίξει στην μάχη-όπως και τον Paul Woodrugh (Taylor Kitch) νωρίτερα, που τά’ βαλε με το ‘βαρύ πυροβολικό’-σε ένα σκληρό πιστολίδι, καθώς ο εχθρός έχει πολλά πρόσωπα και ο καουμπόης μας «φεύγει» με την ικανοποίηση όμως ότι σώζει την Bezzerides (Rachel McAdams) και το μωρό του που δεν γνωρίζει ότι έρχεται, όπως δεν γνωρίζει επίσης ότι το τεστ του αναγνώρισε ότι και ο γιος είναι δικός του. Τέτοια γκαντεμιά.
Αν όλα αυτά λοιπόν δεν είναι cult, κινηματογραφημένα σκοτεινά και υπόγεια, τότε τι είναι; Από πρώτο επεισόδιο που άκρη δεν βγάζαμε ως το τελευταίο, με μπόλικη noir ατμόσφαιρα ενδιάμεσα, διεφθαρμένους μπάτσους, υπόκοσμο, μεγάλα λαμόγια, μαφιόζους, εργολάβους, απατεώνες, ψυχίατρους και πολλές κομπίνες που υφαίνονται για να φυτρώσει το έργο στη no man’s land (με προοπτικές ανάπτυξης βεβαίως) κάπου-θεωρητικά πάντα και προφανώς σαν ευσεβής πόθος-μεταξύ του LA Confidential και του Chinatown.
Guilty your honor! και ας μού αναγνωριστούν ελαφρυντικά (που «ψήθηκα»παρά την χαοτική απόστασή του από τους ακαταμάχητους φιλοσοφικούς διαλόγους του Rust και του Marty του True Detective Season 1):”Ψήθηκα” στις μεγάλες λεωφόρους της Δύσης και τα αεροπλανικά πλάνα των δρόμων του Νότιου Λος Άντζελες. Στον τόπο τον ίδιο, σκοτεινό και επικίνδυνο, μια χωματερή-λίπασμα για εγκληματικές δραστηριότητες κάθε είδους. Στα κίτρινα φώτα της νύχτας, την παρακμή σε κάθε βήμα, το μπαρ στο πουθενά και εκείνη την τύπισσα που τραγουδούσε…
Αλλά πιο πολύ το True Detective Two (όπως και το «ένα» επίσης) είναι οι φωνές του. Ήταν ο υπνωτικός λόγος του Rusty Cohle, η παράλογη ψιθυριστή φωνή της «λογικής» του. Είναι οι μασημένες λέξεις του ο Ray Velcoro, οι φράσεις του που ξεκινάνε με ένα μακρύ σβησμένο yeaaahh σαν παρατεταμένος αναστεναγμός για να κερδίζει χρόνο από ένα αμφίβολο σύμπαν κακών προθέσεων γύρω του. Ο σταθερός επιβλητικός τόνος του Frank ακόμη και τη στιγμή που είναι γυμνός με τους εφιάλτες του. Η σκληρή και τσακισμένη φωνή της Bezzerides, πανοπλία μέσα σε ένα κόσμο που πρέπει με κάθε θυσία να μην αφήσει να δει μέσα της.
Είναι η Φωνή όταν πέφτουν τα γράμματα της αρχής. Η βαριά, σκιερή, γκρεμισμένη, βαθιά φωνή του Leonard Cohen στο Nevermind που σε προετοιμάζει: είμαστε όλοι καταδικασμένοι- the war was lost/ the treaty signed. … There’s truth that lives/ And truth that dies/
I don’t know which…So never mind