Σημάδι των καιρών. Με την έννοια ότι έχω βάλει σημάδι τους καιρούς και ρίχνω-σημάδι Σεπτέμβρη, φέτος που τα τινάξαμε όλα στον αέρα, σκόνη καλοκαιρινή-το καλό φθινόπωρο έρχεται και κολλάει επάνω. Και δε με χαλάει, αφού τη γκρίνια των φιλελέ μήνα Αύγουστο αντέξαμε και τα ‘καλό χειμώνα’ τα μασάμε. Καλό να’ναι κι ό,τι να΄ναι.
Πάω κι έρχομαι, επιστρέφω και κάνω βόλτες γύρω-γύρω για μια θέση που όλοι ψάχνουν κάτω από την Πανσέληνο-που κλέβει θέσεις-στη Λεωφόρο του Σουνίου όπου πριν σκοτεινιάσει έγινε η αρπαγή της σελήνης στην κοινωνία του θεάματος που ζούμε.
Μια θέση για το αμάξι, έψαχνα, ν’ανέβω σπίτι, να μαζέψω, να συμμαζέψω τη μέρα. Αλλά μάταια. Γιατί ό,τι έβλεπα αντανάκλαση ήταν. Το εμπόρευμα που αυτοθαυμάζεται. Η συνειδητοποίηση της κατάρρευσης. Όσα ξέμειναν από τον παλιό κόσμο, κατεψυγμένο θράσος, ψευτο-μαγκιές, αφού κυκλοφορούν ακόμη ελεύθεροι και κάνουν τους ωραίους.
Με πρώτη, που λες, ανεβαίνω το βουνό από την οδό Τερψιχόρης που εδώ και δυο νύχτες μου κρατάει θέση-Οι απέναντι έχουν τα φώτα, σχεδόν όλα, σβηστά. Κάποιος θα ξαγρυπνά, το προλεταριάτο αγρυπνά και ανασαίνει από την αύρα της θάλασσας.
Μέσα σε όλα τα πολλά και διάφορα, πήγα και στρίμωξα τη θάλασσα. Που δεν στριμώχνεται ποτέ και αν τη σπρώχνεις στην άκρη, θα απλωθεί και πάλι θα σου σώσει τη μέρα.
Άλλη μέρα πάλι, μεσημέρι προς το απόγευμα προς το Νότο στις παραλίες που βλέπουν δύση και είναι Κυριακή. Στην Αγία Μαρίνα, Αθηνών-Σουνίου, επιστρέφω. Που και beach bar, το Copa Mar, και το Copa έχει το free parking του–ενημερώνομαι και ανάλογα κινούμαι. Στο Ναυτικό Όμιλο «Κέκροψ» τα νεώτερα, φρέσκοι από τη θάλασσα, δίπλα στα surf που δοκιμάζουν και δοκιμάζονται. Νησιώτικο το σκηνικό. Κι εκεί-σκάνε τα τζετ σκι.
‘Κυρίαρχοι’των κυμάτων, βαρόνοι του αφρού και «οδηγοί ταχύτητας» σκάβουν τα νερά, καταδιώκουν τον κατατρεγμένο τους εαυτό . Κατεβάζω δυο απανωτά Κορπή και κουλάρω. Μαϊάμι Vice-Αγ.Μαρίνα. Από τον Πάνορμο στην Πανόρμου. Από εκεί στο downtown σε μέρες μυστήριες.
Δίπλα ωστόσο και γύρω μας (εδώ είναι το ζουμί) κινούνται άνθρωποι κανονικοί που βγαίνουν από τη θάλασσα, σκουπίζουν τα μαλλιά, φοράνε σαγιονάρες και την μπλούζα την μακό με στάμπα πάνω μια άγκυρα. Θα παραγγείλουν τσίπουρο και δυο μεζέδες και την Κυριακή θα κατακτήσουν μεγαλοπρεπώς.
Ζήτημα ήτανε να είχε μείνει κανένα μισάωρο για να σκάσει μύτη το φεγγάρι. Τα μαζέψαμε και φύγαμε και το είδαμε οδηγώντας στις στροφές, πίσω από τα βράχια και πάνω στο νερό. Σα να πρέπει πάντα να έχεις κάτι μπροστά σου και να θαυμάζεις, όσο οι κεραυνοί μένουν ακόμη μακρυά από το bay.