
maria unchained
Ήμουν σίγουρη ότι είχα ακούσει πυροβολισμούς μέσα τη νύχτα. Άνοιξα την πόρτα του δωματίου και βγήκα στο διάδρομο περπατώντας στις μύτες των ποδιών-τίποτε. Ησυχία, όλα στη θέση τους. Αργότερα τους άκουσα πάλι. Η ιδέα μου; Σιγά-σιγά είχα αρχίσει να συνηθίζω στην ιδέα ότι ήταν η ιδέα μου. Μερικές φορές απλά δεν ήταν.
Είχαμε μόλις αφήσει πίσω μας την Κοιλάδα των Νεκρών και κάθε θόρυβος μέσα στη νύχτα, ακόμη και ο βήχας του γρύλου ακουγόταν σαν κάποιος να είχε πατήσει τη σκανδάλη. Κατά τα άλλα το Lone Pine ήταν μια ειρηνική πολύ μικρή πόλη, που σπάνια κάτι θα μπορούσε να συμβει και να ταράξει την ησυχία της. Τέτοια εντύπωση έδινε.
Φτάσαμε ακριβώς την ώρα που έπεφτε ο ήλιος, πράγμα που περιόριζε τις επιλογές μας για το πού θα περνούσαμε τη νύχτα. Είχαμε οδηγήσει μίλια στη Death Valley διασχίζοντας το διάσημο πουθενά πάνω σε μια ζώνη από δρόμο στην ερημιά, που όσο αφήναμε πίσω μας άλλο τόσο να ξετυλιγόταν μπροστά μας.
Οι σκιές μεγάλωναν και καθώς πλησιάζαμε στο Μοναχικό Πεύκο, το οποίο είχα ήδη σημειώσει στο χάρτη γιατί ένα τέτοιο όνομα γοητεύει και μια πόλη με τέτοιο όνομα σε τραβάει κοντά της, εκτός και αν έχεις κάποιο λόγο να το προσπεράσεις-μόνο τότε-αλλά εμείς λόγο δεν είχαμε και σταματήσαμε εκεί, γιατί στο μεταξύ οι σκιές είχαν γίνει ήδη νύχτα.
Κάναμε το τσεκ-ιν, στο πρώτο Comfort Inn, και συμφωνήσαμε ότι δεν χρειαζόταν να χάσουμε χρόνο, καλύτερα να πηγαίναμε για φαγητό αμέσως-γιατί πεινάγαμε κιόλας-σε ένα μικρό χαριτωμένο ντάινερ που είχα ήδη ζωγραφίσει στο μυαλό μου. Πάντα παίρνουμε γρήγορες αποφάσεις. Ο δρόμος στο μαθαίνει αυτό.
Παρόλα αυτά και το πρόχειρο σχέδιό μας, το Lone Pine μας μας προκαλούσε με μια έντονη, περίεργη, γλυκιά αύρα, που από την πρώτη στιγμή ήρθε και κάθισε κοντά μας καθώς στους τοίχους του Μοτέλ εντοπίζαμε όλο και περισσότερες εικόνες από παλιά γουέστερν και ταινίες επιστημονικής φαντασίας – κάτι που μπορούσε να σημαίνει δύο πράγματα : ότι στο Lone Pine τρελαίνονται για γουέστερν, ή ότι γυρίζονταν ταινίες εκεί, ή και τα δύο μαζί, δηλαδή σήμαινε τρία πράγματα και γι’ αυτό πια ήμασταν σίγουροι.
Ως εκεί, καλά. Αλλά θα γινόταν και καλύτερα. Ειδικά όταν, την επόμενη μέρα αντικρίζαμε χιονισμένη μπροστά μας την Sierra Nevada και τα Alabama Hills στην καρδιά της Κεντρικής Καλιφόρνιας, που σε συνδυασμό με τόσες μέρες στο δρόμο δικαιολογούσαν απόλυτα να ακούω πιστολιές και να φαντάζομαι καπνισμένες κάννες.
Λίγη μόλις ώρα πριν φτάσουμε εκεί ο ήλιος έκαιγε σε θερμοκρασίες hot-hot που ανέβαιναν γρήγορα σε επίπεδα ρεκόρ για την εποχή και τώρα εμείς, οι «Μοναχο-Πευκίτες» πίναμε ζεστό καφέ αγναντεύοντας τις χιονισμένες κορφές της Σιέρα Νεβάδα και το Μount Whitney πιο χιονισμένο από όλα. How cool is that? Κάπου σίγουρα θα υπήρχε κρυμένο ένα πτώμα, αρκεί να ακολουθούσε κανείς τα σκονισμένα ίχνη για να το βρει. Κανείς δεν θα το άφηνε σε κοινή θέα στο τζακούζι.
Φορτώναμε όμως για το δρόμο πάλι, έτοιμοι να αποχαιρετήσουμε στο Lone Pine, με μια τελευταία συμφωνημένη -από το προηγούμενο βράδυ καθώς επιστρέφαμε στο Μοτέλ από το φαγητό- στάση στο Κινηματογραφικό Μουσείο της μικρής πόλης. Έστω, έτσι στα πεταχτά, γιατί είχαμε πάλι δρόμο μπροστά μας.
Άνοιξα το βήμα μου (είπαμε- είχαμε συμφωνήσει στα «πεταχτά») και μπήκα πρώτη στην κεντρική του αίθουσα. Εκεί το είδα- να δεσπόζει στο χώρο. Κεντρικό έκθεμα, περήφανα τοποθετημένο να καλωσορίζει τον επισκέπτη. Ήταν η άμαξα-με το περίφημο δόντι στην σκεπή-από το Django Unchained του Ταραντίνο. Ακριβώς-the real thing. H κυρία στην οποία πληρώσαμε το εισιτήριό μας έσπευσε να δώσει πληροφορίες που δεν χρειάζονταν και τόσο γιατί ήδη «μιλούσαν» οι τοίχοι και είχαμε όλο το σενάριο μπροστά μας.
Εκείνη η σκηνή στην αρχή της ταινίας όπου ο Dr Schultz (Christoph Waltz) οδηγεί την άμαξα μέσα στη νύχτα και συναντά τους σκλάβους και βρίσκει τον Django (Jamie Foxx) ; Και γράφει στην οθόνη «κάπου στο Τέξας»; Δεν γυρίστηκε κάπου στο Τέξας, αλλά λίγο πιο κάτω από εκεί που βρισκόμασταν, στο Alabama Hills όπου παραδοσιακά πολλά γουέστερν γυρίζονταν αφού και κοντά στα στούντιο του Λος Άντζελες είναι και πολύ πειστικό είναι το σκηνικό.
Για φαντάσου! Φαντάσου δηλαδή, μας λέει ευγενέστατα η οικοδέσποινα του Κινηματογραφικού Μουσείου του Lone Pine, ότι ο Ταραντίνο με τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς του, πέρασαν αρκετό καιρό στην περιοχή και τους άρεσε πολύ να μαζεύονται εκεί και να βλέπουν ταινίες-μας λέει και μας οδηγεί σε μια μικρή βελουδένια αίθουσα προβολών, ίδια κι όμοια με τις παλιές αίθουσες των κινηματογράφων, με τις βαριές κόκκινες κουρτίνες και το παχύ χαλί κάτω από τα πόδια μας, όπου- μόλις εκείνη τη στιγμή άρχιζε προβολή-ένα ντοκιμαντέρ για τις ταινίες, ειδικά τις πρώτες καουμπόϊκες με τον Τζον Γουέιν και ακόμη πιο παλιούς που είχαν γίνει εκεί. Και φυσικά, καθίσαμε και το είδαμε όλο.

Tremors remains
Οι αποδείξεις, υλικό από τα γυρίσματα, εικόνες, φωτογραφίες, props, όλα βρίσκονταν γύρω και στις αίθουσες, όπως και ένας «ναός» ολόκληρος αφιερωμένος στον Lone Ranger την σειρά της δεκαετίας του 60, που γυριζόταν κι αυτή εκεί- Lone Ranger superstar κανονικά!-ο παλιός αλλά και ο νεώτερος με τον Johnny Depp. Τελειωμό δεν είχαν τα εκθέματα του Μουσείου- από τα σπαθιά του Μονομάχου (Russell Crowe) ως τις πέτρες που έτρεμαν στο Tremors (Kevin Bacon), από τα κοστούμια του Gregory Peck στο Gunfighter ως τους εξωγήινους που βρήκε ο Σποκ αναζητώντας τον θεό στο Star Trek V: The Final Frontier που είχε ιδιαίτερα τιμήσει την περιοχή όλη.
Δεν ήξερα πού να πρωτο-κοιτάξω, τι να σημείωσω, πού να βγάλω φωτογραφία. Η αίσθηση του χρόνου είχε πάει περίπατο, είχε πάρει κινηματογραφικές διαστάσεις, ή είχε χαθεί εντελώς και σε αυτό, ίσως να έπαιζε ρόλο ότι μέσα στο μικρό, γραφικό μουσείο του Lone Pine εκείνο το πρωϊνό, είμασταν μόνο εμείς και η κυρία της υποδοχής και κανείς άλλος. Είχε πάει ήδη μεσημέρι.
Μάθαμε, στο μεταξύ, ότι κάθε χρόνο-κάθε Οκτώβρη τέτοιες μέρες-γίνεται το Lone Pine Film Festival και διάφορες διασημότητες και παλιές δόξες αλλά και νεώτερες, κάνουν την εμφάνισή τους. Το φετινό που γινόταν αυτές τις μέρες μάλιστα, είχε αφιέρωμα στον Tom Mix μεταξύ άλλων και κάμποσες ξεναγήσεις στα λοκέισονς μέρα και νύχτα.
Επέστρεψα στην άμαξα του Django, ως σωστός Ταραντινικός φαν και πέρασα λίγη ακόμη ώρα, τσεκάροντας το ξύλο, τις ρόδες, την επιγραφή και το δόντι με το ελατήριο που πήγαινε πέρα-δώθε, αν το κουνούσες λίγο. Είχε μεγάλη φάση όλο το σκηνικό. Εκτός προγράμματος πια-αλλά τι; Αυτός δεν είναι ο βασικός σκοπός μας;-να βγαίνουμε εκτός προγράμματος και να ανακαλύπτουμε πράγματα; Ή εκτός προγράμματος χωρίς να ανακαλύπτουμε πράγματα; Kαι το Lone Pine χρησιμεύει στο εξής σαν ένα ωραίο παράδειγμα, για να μιλάω με στοιχεία και όχι μόνο με θεωρίες.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, καλύτερα τελικά που άκουγα εκείνους τους πυροβολισμούς στην αρχή, παρά να ένοιωθα τα «σαγόνια της γης» να βρυχώνται…