Νοτιάς, Μάρτης, κύματα. Μαζί και η σκόνη. Η Βουλιαγμένη όπως οι λουόμενοι του καλοκαιριού δεν θα μπορούσαν να την φανταστούν. Παρότι οι άνθρωποι έχουν φαντασία. Και έχουν συναντήσει κύματα Ιουνίου, αλλά είναι άλλα αυτά. Άλλα.
Έχω κατέβει στην ακτή για να πάρω ανάσες. Ασφυξία παντού, μαύρη βροχή, φρίκη, μίσος, τα τελευταία γεγονότα από την παγωμένη Ευρώπη και ο καθένας μας με τα δικά του ζόρια.
Τέτοιες μέρες. Που θέλεις να γδάρεις την επιφάνεια μπας και βγουν από κάτω φλούδες ζωής έτσι όπως την ξέραμε. Να τα λέμε αυτά, να μην ξεχνιόμαστε. Να μην. Kι Αμήν.
‘Ορια στα όνειρα; Όχι, όσο η θάλασσα θα φτάνει στην ακτή. Κι όσο μας τραβάνε πίσω, τόσο θα επιστρέφουμε. Φαντάσματα, σκιές, σπασμένες κουπαστές. Πλαστικά παιχνίδια που τα΄φαγε το αλάτι.
Μεγάλη θολούρα από τη σκόνη της Αφρικής. Φίλοι πια με το φαινόμενο. Τα πρώτα φώτα από το μακριά, μέσα στην ομίχλη τα είδα με συμπάθεια. Ένα, ένα. Η μυρωδιά του Νοτιά ακόμη στον αέρα. Και οι σέρφερς που τους πιάνει η νύχτα να μην λένε να ξεκολλήσουν από εκεί. Γιατί να φύγουν; Πόσο όμορφη είναι αυτή η χώρα ακόμη και στις πιο θολές μέρες της! Κι εγώ, τη μια θέλω να φύγω και να εξαφανιστώ και την άλλη να λέω στον εαυτό μου ότι τρελάθηκα. Νοτιάς και κύματα φρεσκάρουν το μυαλό. Έτσι. Να φυσάει.