O πατέρας αγαπούσε το Πάσχα. Αγαπούσε τις μυρωδιές της άνοιξης. Την Μ. Παρασκευή δεν έτρωγε τίποτε παρά δυο φύλλα μαρούλι βουτηγμένα στο ξύδι. -Πώς θα νοιώσεις τις μέρες; – έλεγε. Από τον Επιτάφιο, τα τελευταία χρόνια, έπαιρνε ένα λουλουδάκι να το πάει στην μάνα. Είχαμε σταματήσει στην Φανερωμένη αλλά και στον Άγιο Νικόλαο, το μικρό εκκλησάκι στο Καβούρι και στον Αγ. Παντελεήμονα. Ένα χρόνο πριν φύγει.
Στην Ανάσταση έβρισκε μια άκρη και καθόταν, μην σκάσουν τίποτε βαρελότα στο κεφάλι μας. Το αστείο είχε ξεκινήσει από το Παγκράτι ακόμη. Σε απόσταση ασφαλείας, λέγαμε.
Ο πατέρας ψιλόκοβε τα συκωτάκια στη μαγειρίτσα. Τόσο ψιλά που να μην τα καταλαβαίνεις καλά καλά-έτσι μας άρεσαν. Τσουγκρίζαμε τ’ αυγά. Τού άρεσαν τα αβγά με την τοματοσαλάτα και μπόλικο λάδι, έτσι όπως τα ανακάτευε μαζί. Το Πασχαλινό τραπέζι, το χαιρόταν. Όσο χαιρόταν τη ζωή. Πολύ, με ανθρώπους γύρω, με κέφι. Πάντα το είχε.
Κάθε Πάσχα (όπως και Χριστούγεννα) έστελνε στους φίλους κάρτες που έφτιαχνε από τα εξώφυλλα του Ελληνόπουλου, του περιοδικού της νιότης του που αγαπούσε και τιμούσε και ξεφύλλιζε συχνά. Ο πατέρας μου ήταν ο Τάκης Παραδείσης και το Τιτάνιο Χέρι. Είχαν ψευδώνυμα στο περιοδικό και επικοινωνούσαν μέσα από τις πλούσιες σελίδες του. Το ξεφυλλίζω κι εγώ. Μου κάνει εντύπωση πόσα πολλά και ενδιαφέροντα διάβαζαν τότε.
Βρήκα ένα ποίημα τις προάλλες, του πατέρα. Υπογραφή Τάκης Παραδείσης, από το 1950-που είχε δημοσιευτεί στο Ελληνόπουλο. Αυτό:
Χριστός Ανέστη
Χρυσός της Λευτεριάς ο ήλιος λάμπει
και κάθετι στην πλάση όλη γελά,
Χριστός ανέστη, ανθίζουν όλοι οι κάμποι,
κι ο καμπανόηχος την ύπαιθρο φιλά.
Ευτυχισμένη είναι τούτη η μέρα
παντού, σε θάλασσα και σε στεριά,
γλυκά τραγούδια ψέλνουν από πέρα,
Χριστός ανέστη, ελεύθερα χωριά.
Ανάσταση είναι, αδέλφια, τούτη η μέρα
αγαπημένοι τρέξτε στο Χριστό,
πλησίασε στον Ουράνιο Πατέρα
ανοίξτε σαν τον κρίνο τον κλειστό.
Ελάτ’ αδέλφια, με ομόνοια και πάλι
με πίστη στου Χριστού μας τη χαρά,
δόξα θα μας χαρίσει πιο μεγάλη,
θα δώσει στην Ελλάδα μας φτερά.
Τάκης Παραδείσης