Έτσι στα ξαφνικά όπως συμβαίνει πάντα: ποίηση. Από τους γενναίους-όπως πάντα-και από τους δυνατούς, λέω.
Πού είσαι Κώστα Γανωτή και χάνεσαι; Ποιος χάνεται; Μήπως εμείς; Ο άνθρωπος εδώ είναι, στην τέχνη του. Διασταυρωνόμαστε. Στέκομαι. Ακούω.
«Παγωνοκαμηλο-παρδαλεονταρο-Ζερβοπόδαρος ο κοινός». Αυτός ο άγνωστος! Αλλά και εντελώς γνωστός. Κυκλοφορεί εδώ και κάμποσο καιρό ανάμεσά μας.
Σε βινύλιο και CD το έργο, με υπογραφή από το μουσικό σχήμα ΕκΠοίηση-ο Γανωτής μαζί με Δημήτρη Μπαρμπαγάλα και Αλέξανδρο Παρασκευόπουλο-που εδώ μελοποιεί Δημουλά και Καβάφη, ανάμεσα σε δικά του κομμάτια, στίχους και μουσική.
Αν το έντεχνο μπορεί έχει ψευτιές και αν το ροκ της μπαλάντας να έχει πόζες-τούτο εδώ του Κώστα Γανωτή έχει ξεφύγει από όλα. Έχει αναποδογυρίσει όλο το πράγμα, έχει φτιάξει δικό του κόσμο, από αλήθειες πικρές και εποχές αλλόκοτες και κοφτερές όπως οι καθρέφτες μας-εδώ και τώρα-εκεί όπου κατοικούν παράξενα πλάσματα όπως αυτός ο μυστήριος Ζερβοπόδαρος του τίτλου και του εξωφύλλου, όπως εμείς κι εσείς και οι παράξενοι άλλοι, οι διπλανοί.
Και έχω και συνέχεια. Σπαρταριστή, μια άλλη ποίηση, πεζή, αυτοβιογραφική, φευγάτη_ κοφτερή κι αυτή _ το βιβλίο, που έφτασε στα χέρια μου, όχι από το ράφι με τις τελευταίες εκδόσεις, αλλά κατά κάποιο τρόπο αστρονομικά, διαπλανητικά, μηχανοκίνητα.
Στο «Περιμένοντας τον Λάκη Ρα» ο Γανωτής αφηγείται την διαδρομή τη δική του, να ξεκινάει από «του Βόλου τα πατάρια», να τος μετά, άλλες γειτονιές, μπουζουκομάγαζα, μπουάτ, υπόγες, μεγάλα μαγαζιά, βαρυσήμαντες, μαρκίζες, ξενύχτια και χιλιόμετρα, πότε να στενεύει ο δρόμος άσχημα πότε να φαρδαίνει να γίνεται όλος δικός του, μα κάτι να τον τρώει-ο εαυτός σου κι εσύ να μη χωράτε στον ίδιο τόπο-η μοίρα του καλλιτέχνη, σκέφτομαι, που δεν είναι ίδιος με άλλους, που είναι αυτός βρε αδελφέ και δεν μοιάζει με κάποιον, η μοίρα του στην Ελλάδα που θέλει το καλούπι και στο τραγούδι.
Και σαν γάτος σαστισμένος και επίμονος, πότε παίρνοντας τον εαυτό του συντροφικά από το χέρι να περπατήσουν μαζί, πότε στήνοντάς τον στα δυο μέτρα να θέλει να τον ρίξει και να τον σύρει στο χώμα κάτω, και εκεί που σκοτεινιάζουν όλα, να το πάλι ένα φως, από την ψυχή, ή ένα φως απ’εξω, και μια καλή-ωραία- δουλειά και πέντε άνθρωποι σωστοί και ο χρόνος που σε πάει και σε φέρνει και χάνεσαι και περιμένεις, «να λειώνεις σόλες και να καις όνειρα». Η κοινωνία που αλλάζει γύρω, το βάρος που μετατοπίζεται, ένα τραγούδι, μια διαδρομή νύχτας και μέρας.
Σε κρατάει το βιβλίο, δεν σ’ αφήνει, έτσι όπως τρέχει από εικόνα σε εικόνα, στην αφήγηση, προσωπική, στα μήκη της διαδρομής, μέσα κι έξω, σε μια εκκωφαντική γλώσσα γραμμένο, του δρόμου και της ποίησης μαζί.
Αυτά τα εκλεκτά, ακούσματα και διαβάσματα. Περιμένοντας νεώτερα στο μεταξύ από τον αγαπητό κύριο Ευδαίμονα Κοντοθώρη.