Ακόμη και αν κάνεις καθημερινά μαθήματα κατά του φόβου και έχεις δημιουργήσει αντισώματα από τις τρομο-επιθέσεις των τηλε-ειδήσεων και ζεις μέσα σε μια καυτή σούπα τρόμου με μοναδικά κρουτόν διάσωσης εσωτερικούς μηχανικούς αυτοάμυνας, νομίζω ότι θα με καταλάβεις – η ‘Λάμψη’ του Κιούμπρικ θα είναι ο φάρος σου. Το μέτρο, το αντίπαλο δέος, o καλός σου φίλος στη σκοτεινή αίθουσα. Μπορείς να τον φωνάζεις Τζακ. Ή Στάνλεϊ. Ή ό,τι σε φωτίσει την δύσκολη εκείνη ώρα που θα ακούσεις την τσεκουριά στην πόρτα.
Και δεν είναι οι τσεκουριές στην πόρτα ή το θεοπάλαβο μάτι του Τζακ Νίκολσον, είναι τα πάντα μέσα στη Λάμψη που σε τυλίγουν με το μούδιασμα του φόβου. Διαβολικά σπαρμένα μέσα στην ταινία για να εκραγούν την κατάλληλη στιγμή, δηλαδή όλες τις στιγμές από την αρχή ως το τέλος.
Όσο ο «σκαραβαίος» με την οικογένεια Τόρενς ανεβαίνει προς το Overlook Hotel, μέσα στο ειδυλλιακό χιονισμένο τοπίο των βουνών στην αρχή, φίδια αρχίζουν να σε ζώνουν. Κακά ξεμπερδέματα. Το ξέρεις, αλλά σε ξεπερνάει-σε προσπερνάει σαν αόρατο αμάξι που υποψιάζεσαι ότι σε ακολουθεί.
Την πρώτη φορά που είδα την Λάμψη σχεδόν δεν την είδα.
Ήταν ένας μυστήριος τύπος μέσα στο σινεμά ο οποίος με ανησυχητική συχνότητα άλλαζε θέσεις και έτσι με το ένα μάτι παρακολουθούσα την ταινία, με το άλλο τον μυστήριο που πλησίαζε περιφερειακά όλο και πιο κοντά. Οπότε – φύλαγε τα ρούχα σου σκεφτόμουν και άλλαξα και εγώ μια- δυο φορές θέση, αλλά πόσο ασφαλής μπορεί να νοιώθει κανείς όταν οι διάδρομοι του Overlook αλλάζουν χρώμα και ζωντανεύουν με διάφορες απρόσκλητες παρουσίες που ούτε μία στο εκατομμύριο δεν είναι οι καμαριέρες του ορόφου αφού το hotel είναι κλειστό για τον χειμώνα και κανείς δεν δουλεύει;
Την δεύτερη φορά που είδα τη Λάμψη τρόμαξα με την άνεσή μου και το ευχαριστήθηκα και συνέχιζα να βλέπω την Λάμψη τρομάζοντας κανονικά και εκστατικά, βαθαίνοντας στα χιόνια του Overloook και στο μυαλό του θεού Κιούμπρικ που όλα εν σοφία εποίησε ενώ ο θείος Στίβι που είχε γράψει το βιβλίο (The Shining, Stephen King, 1977) είχε σοβαρές αντιρρήσεις για την ταινία, που όσο και αν τον εκτιμώ, τον αγαπώ και τον διαβάζω συνεπέστατα-μετρ του τρόμου και τα λοιπά-διαφωνώ μαζί του, ακόμη και αν σκεφτώ ότι αυτό που τον «στράβωσε» μπορεί να ήταν το φινάλε, όπου αντί να πάρει φωτιά το Overlook και να μην μείνει ούτε ξύλινη κουτάλα στην κουζίνα του, όπως γινόταν στο βιβλίο, έπεσε χιόνι ασήκωτο, πάγωσαν όλα και το απέραντο άσπρο είχε νικήσει. Τι θα ήταν όμως το σινεμά χωρίς εκείνο το παγωμένο βλέμμα του Τζακ;
Κάποια στιγμή αργότερα, σημειώνω για την ιστορία, ο θείος Στίβι έδωσε τις ευλογίες του για μια άλλη κινηματογραφική εκδοχή της Λάμψης που έχουμε ξεχάσει όλοι εκτός από τα κανάλια της τηλεόρασης που κάπου –κάπου την θυμούνται αργά στο πρόγραμμα όταν ψάχνουν ένα θρίλερ και έχουν εξαντλήσει τον Εξορκιστή.
Γιατί Λάμψη είναι μία και ανεξάντλητη.
Και φωτίζοντάς την όλο και πιο πολύ, το ερώτημα έρχεται και watch out!- τι ήθελε να πει ο ποιητής Κιούμπρικ πέρα από το θριλερικό πρώτο επίπεδο;
Σε αυτό το σημείο δεν έχεις παρά να περάσεις στα ενδότερα-βοήθειά σου!- και να αρχίσεις να παρατηρείς πράγματα και να συνδυάζεις πληροφορίες, ξεκλειδώνοντας το Room 237 στο cult ντοκιμαντέρ του Rodney Ascher, όπου συνωστίζονται (απίστευτο, αλλά ναι-συνωστίζονται!) θεωρίες συνωμοσίας, κρυφά μηνύματα, πλάγια νοήματα με τα παρελκόμενά τους, αποδείξεις, μαρτυρίες, ινδιάνικοι θρύλοι, η συγνώμη του σκηνοθέτη για το ψεύτικο εκείνο περπάτημα του ανθρώπου στο φεγγάρι που είχε, λέει, αναλάβει να σκηνοθετήσει, ξεκάθαρα όλα κάτω από συγκεκριμένο φως_μηνύματα, σκοτεινά και υπόγεια και ό,τι άλλο φύτεψε ο Στάνλεϊ εκεί μέσα, ή φαντασία μας τα φταίει.
Η προσωπική μου όμως cult στιγμή εκ-Λάμψης ήταν όταν επισκέφθηκα την έκθεση αφιέρωμα στον Κιούμπρικ πριν από μερικά χρόνια στη Ρώμη.
Εκεί στάθηκα μπροστά στην γραφομηχανή του Τζακ Τόρενς με τις Α4 κόλλες ‘All work and no play make Jack a dull boy”.
Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Παρότι απαγορευόταν να αγγίζουμε, πάτησα τα πλήκτρα.