Τότε μέναμε Παγκράτι. Άκουγα Πετρίδη, όπως και τώρα και εκείνο το απομεσήμερο στις 25 του Ιουλίου, αλλά ακούγοντας ραδιόφωνο εκείνη τη μέρα, πήραμε φαίνεται γραμμή και όσοι είχαμε σχέδια τ’ αλλάξαμε και όσοι δεν είχαμε, αποκτήσαμε.
Καθώς λοιπόν ακούμε ότι «κατεβαίνουν όλο και πιο πολλοί, πιο πολλοί, πιο πολλοί» λέω στη μάνα: πάμε κι εμείς;
Πάμε, λέει η Αντουανέττα που μέσα ήταν σ’ όλα. Ήταν ωραία η ιδέα. Πάρτι στη Βουλιαγμένη – σε ποιον δεν θ’ άρεσε! Πιο πολύ εμάς μας άρεσε που ήταν ο Λουκιανός που έκανε το πάρτι. Αγαπούσα τα τραγούδια του, είχα δίσκους του και μια συμπάθεια ιδιαίτερη για φτωχούς και μόνους καουμπόηδες.
Αμάξι δεν είχαμε τότε, πήραμε το λεωφορείο από το Ζάππειο, απέναντι από τον Εθνικό περίπου και φτάσαμε, μετά από ώρα και μεγάλη κίνηση, στην Βουλιαγμένη. Εμείς και όλη η Αθήνα.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε καταλάβει τι γινόταν, πόσος κόσμος ερχόταν, τι σήμα είχε πέσει και τι σήμαινε μια τέτοια μεγαλειώδης συνάντηση διαφορετικών ηλικιών και “φυλών”, διαφορετικών γούστων μουσικών _με κοινό συστατικό τον Ιούλιο, την θάλασσα, την Βουλιαγμένη και την τρέλα του Λουκιανού. Αν άντεχες _και δεν ζήλευες _ας καθόσουν στην πόλη.
Όταν φτάσαμε η παραλία είχε γεμίσει. Η πλαζ της Βουλιαγμένης. Έπεφτε η πρώτη δροσιά και αμφιθεατρικά όπως είχαμε καθήσει, κοιτούσαμε προς τη θάλασσα.
Εκεί, μέσα στο νερό, σε μια σχεδία πάνω είχε στηθεί η σκηνή. Πρώτη φορά κάτι τέτοιο. Beach party θα το λέγαμε μετά.
Μια σπασμένη καρέκλα από τις άσπρες τις πλαστικές είχαμε βρει και κάθισε η μάνα που δεν παραπονιόταν, κάθε άλλο! Βολευτήκαμε – κανείς δεν είχε πρόβλημα. Όλη τη νύχτα, εκεί. Πήγαιναν κι έρχονταν οι βάρκες, έφερναν τον Σαββόπουλο και την Αφροδίτη Μάνου και τον Νταλάρα και τον Βαγγέλη Γερμανό και ο Λουκιανός σηκωνόταν από το πιάνο κάθε τόσο και τους υποδεχόταν και καθόταν στο πιάνο και έπαιζε πάλι, σουίνγκ και ροκενρόλ και Δεν Μας τρομάζουν τα Νέα Μέτρα και Εξι μείον Πέντε- μείον πέντε… και δεν πίστευε στα μάτια του βλέποντας την ακτή να βουλιάζει.
Όσο αναπάντεχα υπέροχο ήταν για εμάς αυτό που ζούσαμε, άλλο τόσο αναπάντεχο ήταν και για τους ίδιους τους καλλιτέχνες – σα να ένοιωθαν ότι έπαιρναν μέρος σε κάτι μοναδικό – όπως και ήταν. Στο μεταξύ άλλοι βουτούσαν με μαγιό, άλλοι με τα ρούχα κολυμπούσαν και χόρευαν στο νερό, άλλοι αραχτοί στην άμμο. Πυροτεχνήματα στον ουρανό και μουσικές _ένα ξέσπασμα χαράς μέσα στην καρδιά της πιο άκαρδης και ψυχρής δεκαετίας.
Τι ώρα είχε πάει δεν θυμάμαι. Κανείς δεν ήθελε να φύγει. Ούτε που μ΄ένοιαζε πώς θα γυρνούσαμε σπίτι. Κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα, ενώ άδειαζε η παραλία, πετύχαμε με τη μάνα ένα ταξί. Είχε πελάτη και πήγαινε προς Βάρκιζα. Του είπαμε, δεν πειράζει ερχόμαστε μαζί και επιστρέφουμε από εκεί. Είχε ακούσει το πάρτι στο ραδιόφωνο ο άνθρωπος και συμπλήρωνα εγώ λεπτομέρειες από μέσα. Να ήταν η πρώτη ‘κάλυψη’ συναυλίας που έκανα; Μπορεί.
Τώρα μένουμε Βουλιαγμένη. Και ίσως υποσυνείδητα, σκέφτομαι, εκείνο το πάρτι να έπαιξε ένα μικρό ρόλο για να βάλουμε πλώρη για το Νότο. Και δεν ήταν το πάρτι πιστεύω, αλλά ένας συνδυασμός από την αύρα του και από πολλά άλλα και σίγουρα από όνειρα και τρέλα και ανθρώπους με έμπνευση, ρομαντικούς και Ζορό και Μικρούς Ήρωες και δικούς μας ανθρώπους – από άλλη πάστα. Όπως ο Λουκιανός.
# στο youtube πολλές φορές ψάχνω video του Λούκι να τραγουδάει τα αγαπημένα μας. Τα ανοίγω στη μεγάλη οθόνη και βάζω να τα δει η μάνα που χαίρεται πάντα με τον Λουκιανό. Όπως όλοι μας.