O τρόπος που σε γραπώνει η ταινία από την πρώτη στιγμή, ο ρυθμός που έχει καθώς ξεδιπλώνεται, τα μικρά κομμάτια που δίνει σιγά σιγά να δεις από την μεγάλη εικόνα, η αφηγηματική ροή ενώ το μυστήριο πυκνώνει, τα Κιουμπρικά κύματα που γεμίζουν την οθόνη από πολύ νωρίς, οι σκηνές που συνεχώς ξεφεύγουν από το παγωμένο κλινικό πλαίσιο και αλλάζουν υφή προς τα γήινα «χρώματα» της φύσης, οι χαμηλότονες εσωτερικές ερμηνείες του Colin Farrell και της Nicole Kidman, o Barry Keoghan που αυτόματα ανεβάζει τους κινηματογραφικούς stalkers σε άλλη κατηγορία, η επιστήμη στα όριά της και το μεταφυσικό έξω από αυτά.
Κάπου κοντά εκεί και εντελώς κεντρικά, η ανθρώπινη ύπαρξη (κατά)σπαραγμένη από το δίκαιο και το άδικο, την ηθική, την δικαιοσύνη, την εκδίκηση, την τιμωρία. (κάπου ανάμεσα και η πιο γκρο-πλαν μακαρονάδα μετά τις κλασικές μακαρονοφαγίες του Scorsese).
Στο φινάλε και εκεί που αρχίζουν οι συζητήσεις, νοιώθω ότι όχι μόνο δεν έχει λείψει κάτι από το Ελάφι του Λάνθιμου αλλά το καλό σινεμά που είδα ήταν και από τα πιο συναρπαστικά, απελευθερωμένα στυλιστικά και ουσιαστικά της φετινής χρονιάς.
Δηλαδή, ας το πω κι έτσι: θυσίασε κάτι άλλο- και όχι το Ιερό Ελάφι, αν πρέπει να θυσιάσεις κάτι σώνει και καλά στο σινε-βωμό των ημερών.