
dav
Τhessaloniki Express, ή κάπως έτσι. Αφού: Πολλές μέρες δεν έμεινα στη Θεσσαλονίκη, για τις ταινίες πήγα και ταινίες έβλεπα, αλλά αυτό όχι μόνο επιτρέπει, το επιβάλλει κιόλας, να τσεκάρω πράγματα που συμβαίνουν στην πόλη (ευκαιρίες ψάχνω) και αυτόματα να τα μοιράζομαι, κάτι που εντέλει, βοηθάει στο σενάριο και δένει και σκηνοθετικά. Γιατί η ζωή δεν είναι ψυγείο να τα διατηρήσεις εντός. Φτάνει αυτό για πρόλογος, ελπίζω πως ναι και προχωράω στο ψητό:
Πήγα στο Χαρούπι. Με το που φτάσαμε Θεσσαλονίκη, τσακ Χαρούπι – και ας μη φανεί σα να μιλάει η Κρήτη που κουβαλάμε μέσα μας, δεν ήταν αυτό, ή μόνο αυτό, το Χαρούπι είναι Κρητικό γενναίο και δυνατό. Και από το όνομά του εξ’ αρχής δελεαστικό, μιας και μ΄αρέσει η χαρουπο-γεύση, ειδικά μάλιστα από τότε που εντόπισα (και τις βρίσκω και στην Αθήνα) φρυγανιές χαρουπιού, έξοχες.
Ρίχνω βλέμμα στο μενού και αμέσως έχω αποφασίσει ότι θέλω να περάσω όλες τις μέρες εκεί και να τα δοκιμάσω όλα.
Πήραμε πατάτες οφτές με στάκα και τριμμένη γραβιέρα, πήραμε τους μεθυστικούς αμανήτες, εκείνα τα ντολμαδάκια με το γιαούρτι, έπαιζε γύρω το χαρούπι σε συνδυασμούς, στη φάβα και στο ψωμάκι, θαύμα σαλάτα επίσης, ενώ για τα «δεύτερα» όλα, βγάζεις επιτόπου μαντινάδες. Του στιλ «κάτσε καλά» αρνί τσιγαριστό-σφακιανό, λέει, γιαχνί, μπούτι όρνιθας με φασκόμηλο, μέλι, λεμόνι, στριφτούδια και τριμμένη γραβιέρα- σημειώνω και τις χειροποίητες χυλοπίτες με κρέμα στάκας, φλοίδες σπαράγγι, βασιλικό, καρύδι και παλαιωμένο ξερό ανθότυρο, που τις έχω κλείσει από τώρα για την επόμενη φορά. Η Κρητική παρέα, όλως αιφνιδίως απρόβλεπτα και με εκείνες τις συνωμοσίες του σύμπαντος διευρύνθηκε με αγαπημένο Λαρισαϊκό παράγοντα και διαμορφώθηκε το παιχνίδι, βοράς – νότος με ενίσχυση του κέντρου. Μετά ήρθε το γλυκό, ένα χαρουπο-όνειρο από τα παραμύθια και περάσαμε τελείως σε άλλη διάσταση.
Thessalonication, man!
Όταν έχουμε προβολή στο Ολύμπιον, εκ των ουκ άνευ είναι η Last Slice πίτσα (φέτος σουξέ, εκείνη με το μπρόκολο και το μπέικον).
Υπάρχει τέτοιο μαγαζί στην Αθήνα; Τέτοια πίτσα, στα γρήγορα και για τον δρόμο;
Γιατί στη Θεσσαλονίκη υπάρχει και άλλη πίτσα ονειρεμένη η Poselli Pizza στα Λαδάδικα, η γωνία, ναός της πίτσας με θέα, τώρα, μπροστά και τα νερά που χορεύουν. Πάντα έχεις χώρο για ένα κομμάτι ακόμη.
Πέρασα, πάντως, έτσι για μια βόλτα αυτή τη φορά, για μια μυρουδιά, ένα γρήγορο πλάνο στα ράφια του Ergon Agora της Π. Μελα και αξίζει κάθε λεπτό εκεί, είναι του τύπου εξερεύνηση – ανακαλύπτεις περιεχόμενο, ανακαλύπτεις συσκευασίες, ανακαλύπτεις τις ελιές που έψαχνες, νοιώθεις ότι είναι συνεχώς σε κίνηση, σε ανοιχτό διάλογο με τους παραγωγούς, με φρέσκες ιδέες από όλη την Ελλάδα, ψάρια, κρέατα, νοστιμιές, και χαζεύεις όσο θέλεις στους πάγκους, στη μπάρα, γύρω, γύρω, πάνω κάτω, σαν ο Γουίλι Γουόνκα να έχει ανοίξει μπακάλικο και να σε έχει καλέσει να μείνεις όσο θέλεις. Πολύ ευγενικά τα παιδιά που δουλεύουν εκεί. Και με χιούμορ.
Εκείνη τη μέρα με την κινηματογραφική φόρα που είχαμε πάρει_ Όλα είναι φεστιβάλ my dear, Θεσσαλονίκης ειδικά και κάθε κάδρο έχει τη σημασία του-εκείνη τη μέρα λοιπόν είναι που κέρδισα το Όσκαρ.
Έχω και άλλα Όσκαρ στη συλλογή μου, αλλά αυτό ήταν της Fischer συγκεκριμένα, που είναι η μπύρα στήριγμα του Φεστιβάλ – δίνει και το βραβείο κοινού – ζύθος σε σελυλόϊντ πια στη συνείδησή μας
και επειδή οι μπύρες είναι προσωπικό γούστο του καθένα, εγώ από τις ξανθές την ξεχωρίζω και την έχω ψηλά στην προτίμησή μου και την ευχαρίστησα στο σύντομο και περιεκτικό λόγο μου στα Όσκαρ-cheers είπα, αυτό μόνο- και υπάρχει ντοκουμέντο σε φωτό Φίσερ πολαρόϊντ-έξω ακριβώς από το ρεστοράν Παπαρούνα όπου μας είχαν καλέσει και ήπιαμε μπύρα και φάγαμε εξαιρετικά, πλήρες μενού με κορυφαίες ταλιατέλες ψαρονέφρι και “πρώτα πιάτα” από αυτά για τα οποία οι γαστρο-ειδικοί έχουν φυλαγμένα τα καλύτερα κοσμητικά επίθετα για να τα στολίσουν, ενώ και αυτά από μόνα τους είναι ιδιαίτερα στολισμένα. Παπαρούνα, λοιπόν, κόκκινη, χαρούμενη, ανθισμένη.
Και τώρα κάτι τελείως διαφορετικό: Η οδός Βεροίας.
Κάτι άκουσα, κάτι έμαθα, πήγα και εγώ στον Φραγκομαχαλά ώστε να έχω άποψη να μη λέω άσχετα πράγματα. Λαδάδικα κι αυτό μεριά. Μικρός δρομάκος, σαν mini-series που σε κάνει να θες κι άλλο, μικρός αλλά hot spot με προσωπικότητα.
Και αν κρίνω από το vibe που έπιασα Κυριακή πρωϊ * έπαιζε brunch με συνεργασία δυο εκλεκτών σημείων της οδού, Gorillas και Mahalo * έχει γίνει έξοχη προσέγγιση στο urban exotic στοιχείο που, κατά τη γνώμη μου, κάθε πόλη έχει στην καρδιά της, ακόμη και η Γλασκώβη.
Χώροι φωτεινοί, με φυτά, πράσινες λεπτομέρειες, καφέ που μ’ αρέσει (Taf) και το hot dog που πήρα ήταν ζηλευτό και το ζηλεύω ήδη γιατί δεν το έχω εδώ τώρα μπροστά μου που είναι και brunch time. Αυτό το Mahalo λοιπόν κλίνει προς την Χαβανέζικη κουλτούρα που με βρίσκει εντελώς «μέσα» και προέρχεται από το Mahalo Food Truck που έριξε την άγκυρα εκεί στη Βεροίας ως Mahalo Civilized Food.Τι υπέροχη ιδέα!
Η οποία ιδέα παίρνει και διαστάσεις Γορίλα, του Gorillas που είναι δίπλα και δελεάζει τους περαστικούς, αλλά και τους θαμώνες με κοκτέιλ και με καφέ από το πρωί, δεδομένου πλέον ότι η Βεροίας είναι all day προορισμός και συγχαρητήρια γι΄αυτό. Και έχει και άλλα να τσεκάρεις όπως αυτό που έρχεται με τις καλύτερες συστάσεις το μπιστρό Μαιτρ και Μαργαρίτα (κι αυτό το ζήλεψα περνώντας απ’ έξω, το είχαν ζηλέψει και πολλοί άλλοι, γιατί είχε γεμίσει σε χρόνο ρεκόρ).
Trivia : Το Μαιτρ και Μαργαρίτα του Μπουλγκάκοφ είναι από τα αγαπημένα βιβλία της Patti Smith. Ίσως και το πιο αγαπημένο.
-Κρατάω τον αστικό εξωτισμό προσθέτοντας μια απλή «διατηρητέα» δόση. Καθώς εκεί που περπατάς και καμαρώνεις τις αφίσες του φεστιβάλ στην οδό Ικτίνου «φωτογραφίζοντας» την πόλη, σκάει μπροστά σου, εμβληματικά και αναπόδραστα (δίνω τόνο τώρα) ιστιοσανίδα, δηλαδή surfboard. Αμέσως μετά και απανωτά δέχεσαι επίθεση surf/o/κουλτούρας με κάθε τι που μπορεί να κινείται γύρω από αυτή, από τον Έλβις στην Χαβάη ως τις πιο φίνες Τiki λεπτομέρειες, προσεγμένα όλα και εμπνευσμένα άψογα.
«Διατηρητέο» Χαβάη Urban Beach Bar, στο στοιχείο μας είπα!-και μέχρι να το πω εμφανίστηκε ο Αλέξης, ο καινούργιος μας φίλος και είπαμε πολλά για το πώς το Διατηρητέο βρέθηκε στον Ειρηνικό και πώς ο ΠΑΟΚ πάει για πρωτάθλημα και αν κάποιος έτυχε να δει δυο να κατεβαίνουν την Τσιμισκή με Χαβανέζικες γιρλάντες στο λαιμό, ήμασταν εμείς.
Το Διατηρητέο – ανοιχτό από το πρωί με καφέ και γεύσεις- μετά τη Χαβάη, θα πάει στη Χώρα του ‘Αγιου Βασίλη υποθέτω και εδώ είναι που έχω ακριβώς κάτι για την περίσταση, τα Χαβανέζικα Χριστούγεννα του Chris Isaak. Κάτι που κάνει τη διαφορά.
Κατεβαίνοντας τις σκάλες, ακούω κι αυτό; -Ρε συ που είναι το beach bar? –στον πρώτο όροφο. Ολος ο κόσμος ένα beach bar, ή μια Σαιξπηρικη ακτή.
Τι άλλο κάνει τη διαφορά; Ένα ακόμη new entry – το Υpsilon.Το οποίο είναι ένα νεοκλασικό στη νέα του ζωή πια με χώρους ανοιχτούς και ζεστούς, που αναδεικνύουν την κουζίνα του, την πολυμορφία του, την τέχνη που ένθερμα φιλοξενεί γιατί μπορείς να δεις, πχ μια περφόρμανς, ή να φας ένα σουπερ μπέργκερ (oh yes), να πιεις το ποτό σου και να σηκώσεις το ποτήρι στον αέρα για τις καλύτερες μέρες, να βγεις με φίλους για καφέ ενώ κάτι πολιτιστικό και ενδιαφέρον θα έχεις να εισπράττεις.
Κερνάνε και παλμιέ τα παιδιά – και θυμήθηκα τότε μια παλμιέ φάση της ζωής μου, που αγοράζαμε τα ζαχαρένια σφολιατάκια από του Σταματόπουλου, που έφτιαχνε και ωραίο παγωτό το καλοκαίρι, στη γωνία της Εμποδοκλέους στην πλατεία Βαρνάβα στο Παγκράτι.
Στο Υpsilon πάλι στην Εδέσσης, με σκηνικό από δίχτυα, σωλήνες, διαφόρων ειδών τραπέζια, άνετη μπάρα, ξεκούραστες πολυθρόνες, πάνω ορόφους, «κυκλοφορεί» και το σηματάκι ενός πετεινού με τακούνια. Don’t ask me Y.
Αν τυχόν χαθούμε, πάντως, βρισκόμαστε στο Tom’s – οι coffee addicts το ξέρουν – για πολλούς λόγους, επειδή είναι urban, οικολογικό, φιλοζωικό, περιπετειώδες, έχει secret garden και είναι και δίπλα στο ξενοδοχείο μας, το City. Aνεβαίνω λίγο και επιστρέφω.