Διάβαζα το βιβλίο κι άρχισε το μυαλό μου να τρέχει. Σ’ εκείνη την ιστορία που ο πατέρας μου είχε λαχταρίσει τόσο πολύ το περιοδικό, το Ελληνόπουλο κρεμασμένο όπως το ‘βλεπε στο περίπτερο, το τεύχος με τον Γιάννη Αγιάννη στο εξώφυλλο, αλλά δεν είχε μία στην τσέπη ο πατέρας μου, φτώχεια μεγάλη τότε, το ‘βλεπε όμως κάθε μέρα, τον Γιάννη Αγιάννη να τρέχει με το ψωμί παραμάσχαλα, ώσπου μια μέρα βρήκε κουράγιο και το άρπαξε. Το ‘χωσε στον κόρφο του και το ‘βαλε στα πόδια, έτρεχε μέχρι που έφτασε σε μια γωνιά, κρύφτηκε, λαχανιασμένος και φοβισμένος και το διάβασε εκεί, το ρούφηξε και δεν ξέχασε ποτέ του αυτή την ιστορία.
Και τι άλλο θυμήθηκα;
Εκείνο που μου λεγε η μάνα για την κατσίκα την κρυμμένη που είχαν στο σπίτι, Όλγα την έλεγαν, Μαλτέζα ήταν -το θυμήθηκε και μου το ‘πε και χτες που τη ρώτησα πάλι – και έπινε γάλα απ’ την Όλγα όλη η γειτονιά – παιδί η μάνα μου θυμόταν ότι μεγάλωσε παιδιά αυτή η κατσίκα.
Διάβαζα το βιβλίο τώρα και μου’ ρχονταν οι ιστορίες.
Σα να έχει μια δύναμη αυτό το βιβλίο και οι ιστορίες του – Ο έτερος εχθρός, τα διηγήματα της Ελισάβετ Χρονοπούλου στις εκδόσεις ‘Πόλις’ – ξέχωρα από τη δύναμη της μνήμης που ξύνει, πληγώνει, θυμώνει, γιατρεύει, ψιθυρίζει και θυμάται ό,τι θέλει, έχει τη δύναμη που του δίνει η Ελισάβετ να ξεσηκώνει από εκεί που είναι, πράγματα σκόρπια που έχεις ακούσει και που σεργιανίζουν μ’ αφορμές από εδώ κι από εκεί και να τα ζωντανεύει.
Μ’ «έπιασαν» λοιπόν και σκάλωσαν μέσα μου αυτά τα διηγήματα, ένα σημείωμα που ξέμεινε σε μια τσέπη, ένα χέρι που με πείσμα δεν κράτησε ένα άλλο, μια επιστολή που ανοίχτηκε μετά, ένα λεωφορείο, ένα πιάνο, ένα bon voyage.
Ιστορίες από την Κατοχή, η κάθε μια τους εύκολα γίνεται ταινία ολόκληρη, μια Δουνκέρκη και που η Ελισάβετ Χρονοπούλου/που είναι και σκηνοθέτης και σεναριογράφος/τις κράτησε και τις έβαλε στο χαρτί απλά και με γλώσσα άμεση, αυθόρμητη σα να σου τις αφηγείται με το στόμα και να μην τις έχει γράψει, από διαφορετικές γωνιές αφήγησης, παιδικές αναμνήσεις και εικόνες, ιστορίες για τη σκληρότητα και τον βάναυσο τρόπο που μπήκε ο πόλεμος στη ζωή των ανθρώπων και τρύπωσε όχι μόνο ο λιμός αλλά και ο «έτερος εχθρός» ύπουλα και άρχισε να σφίγγει, να πνίγει και να αλλάζει τον άνθρωπο σε πλάσμα αγνώριστο, διαφορετικό και αδιανόητο όπως ο φόβος μόνο μπορεί να κάνει.