Κι αφού τελείωνε η παράσταση, μέχρι να σηκωθούμε από τις θέσεις μας, είχε κατέβει απ΄ τη σκηνή και είχε πιάσει πόστο στην έξοδο, με την ρόμπα που φορούσε κανονικά και μας χαιρετούσε έναν έναν δια χειραψίας και μας καληνύχτιζε. Αφού είχαμε τραντάξει το σύμπαν προηγουμένως, είχαμε ξυπνήσει την πόλη, είχαν ανάψει τα φώτα στην πλατεία, κάποιος από κάτω την …πλήρωνε, καθόμασταν εξώστη-αν είχε εξώστη- συνήθως μπας και γλυτώναμε. Μουσικές Ταξιαρχίες και τα ρέστα, – τα ρέστα δικά μας, δικά του δηλαδή και μας τα μοίραζε.
Και την άλλη φορά ήταν Σάββατο μεσημέρι, είχε έρθει στα ΝΕΑ, στον πρώτο είμασταν τότε στη Χρήστου Λαδά, για συνέντευξη. Άδεια σχεδόν η εφημερίδα. Μιλήσαμε αρκετά και μετά κάθισε σε ένα γραφείο ήσυχα- με την πλάτη στην Καρύτση και έγραψε ένα κείμενο-σπαρταριστό. Εγώ καθόμουν σε ένα γραφείο πιο δίπλα έκανα ότι έγραφα κι εγώ, αλλά σιγά μην έγραφα, τον παρατηρούσα. Ήταν σαν μαθητής στο θρανίο, έτοιμος για την σκανταλιά. Για μια σαϊτιά στους σπασίκλες και στο «μάθημα».
-Πότε πρόλαβε τώρα και την έκανε στην έξοδο, απορώ. Ούτε να μας χαιρετήσει όπως τις άλλες φορές. Δεν είναι του Τζιμάκου πράγματα αυτά. Κάτι άλλο παίχτηκε. Μας την έπεσαν (πάλι) ρε γαμώτο.