Είδα, άκουσα, έχασα, έψαξα, βρήκα και δεν βρήκα, θα ξαναψάξω, έδωσα ραντεβού στο λιμάνι, όλοι δίνουν ραντεβού στο λιμάνι, Αποθήκη Α, Αποθήκη Γ, είδα φίλους, γνώρισα φίλους, ήπια καφέ, έμαθα νέα για φίλους_ καλά νέα_ μπήκα στις αίθουσες, βγήκα από τις αίθουσες, ανεβοκατέβηκα τις σκάλες του Ολύμπιον βέβαια και παραπάτησα – πάντα always και forever – στο πλακόστρωτο, ήπια κι άλλον καφέ (αλλά δεν μετράμε τους καφέδες, είναι γρουσουζιά – ή δεν είναι;) και δροσερή μπύρα κάπου ανάμεσα στα Λαδάδικα και τον Πύργο, ενώ οι Παοκτζήδες φώναζαν κάτι πολύ επείγον που θα έπρεπε να λυθεί επί τόπου αλλιώς την επόμενη μέρα δεν θα είχε κανείς ψωμί να φάει – σοβαρό πρέπει να ήταν.
Αγόρασα ομπρέλα. Πολύ σωστή κίνηση αποδείχτηκε. Cut όμως. Πάμε επόμενη σκηνή.
Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης Νο 20- συνέχεια.
Ιδέα για fiction/ docu-fiction (το παλεύω βλέπεις ).
Κάπου στη Νέα Υόρκη (θα μπορούσε και να συνέβαινε αυτό) συναντάω την Sara Driver. Ξέρει ένα μικρό ωραίο μέρος για καφέ (πόσους καφέδες θα χωρέσω σε ένα μικρό κομμάτι δεν ξέρω). Καθόμαστε. Σε λίγο θα έρθει και ο Jim. Στο δρόμο – ενώ πάμε προς τα εκεί – πέφτουμε επάνω στην Patti. Πού πάει η Patti; Στην παρουσίαση του βιβλίου του Richard Hell. Μου έχει κολλήσει και τραγουδάω από μέσα μου ένα ρεφρέν των Blondie. Και αρχίζουμε όλοι – και η Debbie μαζί -να μιλάμε για τον Basquiat./Cut/.
Boom for real. The late teenage years of Jean Michel Basquiat.
Τα πάντα μέσα στο ντοκιμαντέρ της Sara Driver έχουν μια ιστορία να πουν. Η τέχνη του δρόμου, τα βαγόνια, το πρώιμο rap και οι ιπτάμενοι δίσκοι του.
Ο Basquiat δεν έμαθε ποτέ ότι θα ήταν πιο “ακριβός” από έναν Μονέ ας πούμε, αλλά έτσι γίνεται, κανείς δεν ξέρει τίποτε όταν πρέπει να το ξέρει, οπότε αυτό που του μένει να κάνει είναι να είναι ο εαυτός του, υποθέτω. Ισως και να έχει υπόψη μερικά πρακτικά πράγματα που άπτονται της τέχνης της επιβίωσης.
Ετσι, η Sara άνοιξε ένα παράθυρο στον κόσμο του Basquiat και ένα άλλο παράθυρο ταυτόχρονα, τεράστιο, στη Νέα Υόρκη των 70ς, του punk rock, του DIY, των δρόμων, των ταραχών, της εγκατάλειψης, της επανάστασης. Της επικοινωνίας (ενώ ένας αέρας που φυσούσε από τα χαλάσματα έφερνε σκισμένες σελίδες γεμάτες μελάνι από fanzines σε “καθωσπρέπει” μούτρα).
Ένας από τους λόγους που ήθελε να κάνει αυτή την ταινία – είπε η Sara- ήταν για να δείξει πόσο σημαντικό είναι σήμερα να είσαι εκεί έξω, να συναντάς ανθρώπους, να επικοινωνείς face to face, να μοιράζεσαι εμπειρίες, να αφήνεις τις οθόνες και να βγαίνεις έξω, στον κόσμο. Να παρακάμπτεις το πληκτρολόγιο. Έστω μερικές φορές. Για αλλαγή.
Μαζί με την Sara στην αίθουσα προβολής η Alexis Adler, φίλη του νεαρού Basquiat που τον φιλοξενούσε για μεγάλο διάστημα σπίτι της.
Σήμερα η Αλέξις είναι επιστήμονας, εμβρυολόγος αν δεν κάνω λάθος, από τότε όμως είχε φυλάξει τα έργα του –
– που άλλοι πετούσαν, ή δεν πρόσεχαν καν – και τα είχε ξεχάσει, ώσπου μια καταιγίδα από αυτές που αγαπάνε τη Νέα Υόρκη (δεν θυμάμαι τώρα τ όνομά της) την έκανε, την Αλέξις να τα αναζητήσει.
Και τα έφερε στην επιφάνεια, τα έδειξε στον κόσμο, έγιναν εκθέσεις μ’ αυτά – με την ανεκτίμητη παιδικότητα του Basquiat. Ζωγράφιζε παντού. Χωρίς σκέψη. Είχε ζωγραφίσει στην πόρτα του ψυγείου της Αλέξις.
Λεπτομέρεια; Η ταινία της Sara Driver με είχε κερδίσει από την αρχή. Με εκείνη τη μαυρόασπρη εικόνα του δισκάδικου που έμενε ανοιχτό μέσα στο ερημικό σκοτάδι και την εγκατάλειψη της Νέας Υόρκης των 70ς, παίζοντας δυνατά δίσκους του Bobby Vinton. Όλη τη νύχτα.