Η Πλατεία Νερού είναι θαύμα. Φυσάει κιόλας. Όχι πολύ, όσο πρέπει. Ο ήλιος πάει να δύσει και κινηματογραφικές μουσικές σε υποδέχονται ήδη πριν στρίψεις για να βλέπεις τη σκηνή.
Η Kid Moxie έχει αρχίσει να παίζει. «Ζωγραφίζει» – Έχει κάνει δική της τη σκηνή, τρεις είναι υπερ-αρκετοί για να πουν τις ιστορίες των τραγουδιών. Το ένα τραγούδι, μέσα σε αυτό το κινηματογραφικό-ποπ παραμύθι της, δίνει το νήμα στο επόμενο. Νομίζω_έτσι όπως την παρακολουθώ καθώς όλο και πιο σταθερά, πιο άνετα, οδηγεί το λάιβ, ότι κάνει μια πραγματικά εξαιρετική εμφάνιση. Ο κόσμος επικοινωνεί μαζί της – κάποιοι ξέρουν και τα τραγούδια. Λέει έξοχα το Mysteries Of Love. Kάνει και μια έξυπνη διασκευή στο Big In Japan. Περνάει από τα 80ς, στα 90s στην Πλατεία Νερού με ονειρικές σεκάνς. Έτσι ξεκίνησε το καλοκαίρι.
Ιντερμέδιο: Αν δεν υπήρχε η Πλατεία Νερού θα έπρεπε να την εφεύρουμε, όπως λένε, γιατί είναι εκτός των άλλων (θέα, αέρας, άνοιγμα) είναι η χαρά των χορηγών. Να απλώσουν τα σέα τους και τα μέα τους, να μοιράσουν τα πραματάκια τους, να κεράσουν το κάτι τους. Και επιπλέον, είναι και κοντά (μας).
Στη σκηνή επιστροφή. Το παλλικάρι ο Rag ‘N Bone Man είναι καλύτερος από ό,τι τον περίμενα. Το πάει σε μπλουζ και γκόσπελ το πάει και σόουλ μεριά, κάνει και ποπ στροφές, έχει και τη φωνή-καμπάνα που έχει, γιατί να μην το περιμένω; Επειδή μας έχει λειώσει μ’ εκείνο το Human του (το’πε κι αυτό στη συναυλία, μ’ άλλο τρόπο κάπως). Αλλιώς το αγόρι, το κατέχει το urban θέμα με μια συναισθηματική νότα εγκατεστημένη μόνιμα στην ερμηνεία του.
_Ιντερμέδιο 2 – Φεστιβάλ χωρίς σωστό ανεφοδιασμό δεν νοείται. Και το Release το ξέρει και το φροντίζει – με ωραίες καντίνες.
Η ώρα του Ρίτσαρντ. Εγώ (θα ήθελα να το πω αυτό) δεν κόβω φλέβες για τον Richard Ashcroft. Όπως άλλοι εννοώ, που τους έχουν αγγίξει κάπως περισσότερο τα τραγούδια του, υποθέτω – εμένα μια λεγόμενη «Αγγλίλα», συγκεκριμένα τύπου 90ς, που βγάζουν οι μουσικές του δεν με συγκινεί ιδιαίτερα _και ναι, ενώ υπήρχε πάλι αυτό το στοιχείο, ο Richard είχε “πειράξει” τα κομμάτια για τη σκηνή και ναι – έχει σημασία αυτό – ο Ashcroft ήταν ωραίος.
Έπαιζε τα τραγούδια, σε λάιβ διαστάσεις, ήξερε πολύ καλά τι έκανε στη σκηνή, στημένο ωραία το σετ σε επαφή με τον κόσμο που έδινε ένταση από κάτω–και χάρμα video wall με τις γιγάντιες οθόνες τηλεόρασης, σαν πλάγιο σχόλιο στις ρετρό/φουτουριστικές ζωές μας, όντα της οθόνης πια – που από το σαλόνι που είχαμε τη συσκευή να κάθεται, να ανοίγει το βράδυ και να μας μαζεύει γύρω, τώρα άνοιξε το στόμα της και μας κατάπιε, όλες τις ώρες, όλες τις μέρες μας – και ευτυχώς υπάρχουν τα τραγούδια για να μας βγάζουν κάπου – κάπου έξω. Και μας πηγαίνουν ως το Νερό.