Σήμερα το πρωί ήθελα να κατέβαινα στον Πειραιά, να έπαιρνα το πλοίο για την Αμοργό να συναντούσα τον πατέρα μου μικρό – να του έλεγα για τη ζωή που ερχόταν και πόσο πιο όμορφο θα έκανε τον κόσμο. Σήμερα το πρωί ήθελα να τον είχα δίπλα, στη θέση του συνοδηγού να μιλάει με τις ωραίες λέξεις του για τα απλά και τα καθημερινά και να τα κάνει σπάνια και πολύτιμα με τον τρόπο που είχε να το κάνει. Όσο δύσκολη και αν ήταν η μέρα.
Σήμερα το πρωί ήθελα να τον έβλεπα στην πλατεία Βαρνάβα να με περιμένει στα Αγγλικά – δεν άργησε ούτε μια φορά. Να έβλεπα το πρόσωπό του να φωτίζεται όπως κάθε φορά ανάμεσα σε βιβλία, σε χαρτιά και σε μολύβια. Να τον έβλεπα να ακούει, να προσέχει, να νοιάζεται.
Σήμερα το πρωί ήθελα να τον ‘έκλεβα’ για καφέ και να μου ‘λεγε ‘πάμε όμως, γιατί είναι η μάνα στο σπίτι». Η Αντουανέτα και εκείνος, ένα. Σήμερα ήθελα να τον έβλεπα στο μπαλκόνι, στη Βάρκιζα, να βγαίνει και να με χαιρετάει με ένα ‘πρόσεχε μην κρυώσεις’ ή ‘στις 9 είναι το ματς’ και σήμερα ήθελα να του έλεγα ότι εκείνο που λένε πως με τον χρόνο που περνάει θα μου λείπει πιο πολύ – αλήθεια είναι.
‘Ηθελα να τον έβλεπα χαμογελαστό νεαρό, με τα ωραία του Μοντγκόμερι, κάπου στην Αθήνα/στο Πεδίο του Άρεως ; στην Κηφισιά; Πού να ήταν; όπως σε αυτήν εδώ τη φωτογραφία.