Είχαμε πρώτη ώρα Νέα Ελληνικά. Με την κυρία Βοναζούντα. Πρέπει να ήταν λίγο πριν κλείσουμε για διακοπές Χριστουγέννων. Ή λίγες μέρες αφ’ ότου είχαμε επιστρέψει. Μάλλον το δεύτερο τώρα που το σκέφτομαι. Θυμάμαι ότι ήταν ένα πρωϊνό πολύ σκοτεινό και κρύο. Είχαμε ανάψει τα φώτα στην τάξη. Χειμώνας κανονικός.
Στο μάθημα εκείνη την μέρα ήταν μια εργασία για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Θα την φέρναμε από το σπίτι – έπρεπε να διαβάσουμε και να γράψουμε κάτι για τον Παπαδιαμάντη – Μέρες που ήταν.
Και είχε γίνει κάτι μαγικό.
Ο πατέρας μου, άνθρωπος των βιβλίων και των διαβασμάτων είχε ξεκλειδώσει μπροστά μου τον κόσμο του Παπαδιαμάντη. Είχε φέρει βιβλία και κάποιες εκδόσεις – τεύχη παλιά, κιτρινισμένα, με τα έργα του. Μου είχε μιλήσει για τον Κοσμοκαλόγερο, για τη Σκιάθο του, για τη Φόνισσα και τον Χριστό στο Κάστρο, για τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη και για τα μύρια όσα. Μου είχε διαβάσει και μερικά αποσπάσματα από μια ομιλία που είχε κάνει για τον Παπαδιαμάντη στην Φιλολογική Αίθουσα Παρνασσός. Μαγεύτηκα. Κράτησα τη μορφή του κυρ- Αλέξανδρου μέσα μου. Ήταν σα να καταλάβαινα τα πάντα.
Κάθησα μετά κι έγραψα την εργασία. Την διάβασα και στην τάξη, ή όχι – δεν θυμάμαι. Θυμάμαι όμως ότι η κυρία Βοναζούντα που ντυνόταν πάντα πολύ όμορφα με γούστο και φορούσε συνήθως ένα έντονο μα πολύ ωραίο κραγιόν και μιλούσε αργά και ήρεμα πάντα, θυμάμαι λοιπόν ότι με ρώτησε, αν την είχα γράψει την εργασία μόνη μου. Μόνη μου την είχα γράψει. Αλλά απάντησα, πως όχι, με βοήθησε ο πατέρας μου. Μα πώς δεν με είχε βοηθήσει!
Αργότερα πάλι συναντούσα συνεχώς τον κυρ-Αλέξανδρο στα γραπτά του Μιχάλη Φακίνου. Στα Νέα. Ήταν το πρώτο πράγμα που διάβαζα, εκείνα τα κείμενα, τα ‘ψαχνα στην εφημερίδα, τα κείμενα του Φακίνου. Είχαν – και έχουν πάντα – την ίδια μαγεία. Όπως τα βιβλία του. Πώς έγινε μάλιστα και ο Μιχάλης Φακίνος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με υποδέχτηκε στα ΝΕΑ όταν ανέβηκα για πρώτη φορά τα σκαλιά της Χρήστου Λαδά στον πρώτο όροφο. Σα να συνέβαινε στις ιστορίες του Παπαδιαμάντη κι αυτό.
Μετά, αργότερα, σε εκείνη τη στήλη που είχαμε στην εφημερίδα -“Σε Πρώτο Ενικό” λεγόταν – και έγραφα κι εγώ, τέτοιες μέρες πάντα με κάποιο τρόπο έβαζα στα μικρά κειμενάκια μου και τον κυρ-Αλέξανδρο. Πότε να κατεβαίνει την Σταδίου, πότε να πίνει το κρασί του σε μια ταβέρνα κρυμμένη σε στοά της πόλης, πότε να εμφανίζεται η μορφή του σε βιτρίνα μαγαζιού με το όνομα Κεχριμπάρι.
Αυτή την ιστορία δεν την είχα πει ποτέ. Την είπα τώρα. Και του χρόνου, λοιπόν. Να ‘μαστε όλοι καλά.