Thunder Road – θα πατούσα ‘play’ σε κάθε τι που θα έλεγε Thunder Road – και κάθε Thunder Road θα είχε ηχώ από όσα φέρνει αυτός ο δρόμος στο άκουσμά του. Και Βruce Springsteen και Robert Mitchum. Kαι θα ήταν cool. Play λοιπόν:
Ο Τζιμ Αρνό (Jim Cummings που γράφει και σκηνοθετεί επίσης), ένας αστυνομικός, αποχαιρετά τη μητέρα του στην κηδεία της και βγάζει έναν ασυνήθιστο λόγο που καταλήγει στο αγαπημένο της τραγούδι – που συνήθιζε και να του το τραγουδάει – και είναι το Thunder Road του Bruce Springsteen.
Γι’ αυτό o Τζιμ έχει φέρει μαζί του και ένα κασετόφωνο, ροζ, για να παίξει το τραγούδι, αλλά το κασετόφωνο είναι χαλασμένο και δεν παίζει. Τι να κάνει; Να το πει εκείνος, μόνος του, στην τόσο συναισθηματικά φορτισμένη και αμήχανη στιγμή, τι;
Γενικά τι πρέπει να κάνει στη ζωή του, μεγαλώνοντας μόνος την κόρη του, σε ένα κόσμο που του φωνάζει να κάνει το σωστό όταν όλα γύρω είναι κουρδισμένα λάθος; Και ο Jim, μέσα σε όλα, ένας λούζερ με καλές προθέσεις σε δρόμους με κεραυνούς και καταιγίδες και το παράθυρο του αμαξιού του ανοιχτό.
Η ταινία_γεννήθηκε από την βραβευμένη μικρού μήκους του Jim Cummings _
που ήταν όλη κι όλη η σκηνή της κηδείας με το κασετόφωνο και από τότε που την είδα – στις Νύχτες Πρεμιέρας πρώτη φορά – την έχω κρατήσει στο μυαλό μου. Έχει πετύχει ο Cummings να φτιάξει την ιστορία του με υλικά από την κλονισμένη ψυχοσύνθεση της small town America, την αποξένωση, τις τρελές απαιτήσεις να τα καταφέρνεις παντού, στη δουλειά, στην οικογένεια, στην προσωπική σου ψυχική υγεία όταν όλα γύρω καταρρέουν με πάταγο ή σαπίζουν αργά και βασανιστικά. Τα έχει καταφέρει o Cummings και με χιούμορ και με λίγη (ή περισσότερη) thunder road και Bruce Springsteen ευλογία. (Αυτές τις μέρες στις αίθουσες).