Η Βαλτιμόρη δεν ήταν στο πρόγραμμα. Την έβαλε το ότι χάσαμε τον δρόμο.
Και ο Τραμπ. O απαισιότατος είχε χαρακτηρίσει τους κατοίκους της Βαλτιμόρης ποντίκια και είχε πει στον Elijah Cummings, εκπρόσωπο του Μέριλαντ στo Κογκρέσο, να πάει να καθαρίσει τον τόπο του.
Και ενώ γράφω τώρα για την Βαλτιμόρη, μαθαίνω ότι ο Cummings, αγωνιστής για τους φτωχούς και τους άτυχους του τόπου του και από τους πιο δραστήριους ανάμεσα σε εκείνους που δίνουν μάχες κατά του Τράμπ και των όσων κάνει, μαθαίνω λοιπόν ότι ο Elijah Cummings έφυγε από τη ζωή – μόλις πριν από λίγες ώρες. Στα 68 του χρόνια. Φαντάζομαι ένα βαρύ μαύρο σύννεφο να έχει καθίσει πάνω από τη Βαλτιμόρη. Και όλο θα πυκνώνουν αυτά τα σύννεφα. Και ήδη έχουν πυκνώσει πολύ.
Σταματήσαμε στη Βαλτιμόρη. Και σωστά κάναμε.
Και λέω να ξαναπάμε. Λοιπόν πήγαμε αφού προηγουμένως είχαμε χάσει τη στροφή που έπρεπε να πάρουμε για να βγούμε από τη Νέα Υόρκη. Την είδα μόλις την είχαμε περάσει. Ναι; Ναι. Τώρα είναι αργά. Είναι μεσημέρι, έχει κίνηση… Είμαστε εδώ.
Πού ακριβώς;
Είμαστε εδώ και πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Να ξαναμπούμε στο Μανχάταν. Καλά κρασιά…Καλή νύχτα. Εκτός και αν βρεθείς στη γειτονιά των Εβραίων Χασίδ που θα σε οδηγήσουν και θα σου πουν πώς να βγεις χωρίς να γυρίσεις πίσω στο Μανχάταν.
Έγινε έτσι. Σταματήσαμε μπροστά από μερικά σχολικά πούλμαν αραγμένα στη σειρά, ενώ μικρά Εβραιάκια έμπαιναν στο σχολείο τους και οι οδηγοί μας έδειξαν τον δρόμο. Άλλον από εκείνον που είχαμε σχεδιάσει να πάρουμε, αλλά βγαίναμε πια κανονικά από τη Νέα Υόρκη.
Ανοιχτός δρόμος μπροστά.
Περνάμε έξω απ΄τη Φιλαδέλφεια αλλά δεν μπαίνουμε, γιατί τότε θα μιλάγαμε για τελείως διαφορετικό road trip από εκείνο που είχαμε στο μυαλό μας και σε εκείνο – όχι σε αυτό που βρισκόμασταν – μπορεί να χώραγαν και το Atlantic City και το Asbury Park και η Washington και άλλα πολλά. Και θα μέναμε εκεί. Για πολύ.
Αλλά η βροχή αραιώνει σιγά σιγά και πίσω από τα σύννεφα εμφανίζεται η Βαλτιμόρη να αχνίζει από την υγρασία και να λάμπει από τις ψιχάλες και εμείς να οδηγούμε ήρεμα πάνω – κάτω στην πόλη.
Στο μυαλό μου ο Edgar Alan Poe. Και ο John Waters. Μυστήριο και cult. Και η άλλη Βαλτιμόρη.
Μας πλησιάζουν στο παράθυρο για λίγα ψιλά. Άνθρωποι χωρίς πρόσωπο. Ξεχασμένοι στους δρόμους. Τους έχουν κλέψει όλες τις ευκαιρίες από τη μέρα που γεννήθηκαν. Και τους κατηγορούν. Σα να φταίνε οι ίδιοι που ανασαίνουν τον αέρα τους.
Μια διαφορετική πόλη τρέχει πάνω σε ποδήλατα, σε πρασιές και στην μαγική εικόνα που της δίνει το λιμάνι.
Να σταματήσουμε. Ναι.
Ποιος θέλει καφέ; Ποιος θέλει να πάει στο Barnes & Nobles; Eνα μεγαλοπρεπές Barnes & Nobles από τα λίγα της αλυσίδας που έχουν μείνει, λίγα βήματα από εκεί που αφήνουμε το αμάξι.
Η Βαλτιμόρη είναι το παλιό μέσα στο καινούργιο μαζί. Το δεύτερο μεγάλο λιμάνι, μετά τη Νέα Υόρκη, όπου έφταναν πρόσφυγες για μια καλύτερη ζωή. Κέντρο Ιατρικής ‘Ερευνας και Εκπαίδευσης σήμερα. Το Πανεπιστήμιο University John Hopkins και το John Hopkins Hospital.
Λάπτοπ πάνε κι έρχονται στους δρόμους.
Σε κάθε γωνιά του δρόμου και μια ιστορία.
Σαν τo Wire να ξετυλίγεται σαν κουβάρι ακόμη για μας τους περαστικούς. Που αρπάζουν μυρωδιές της πόλης και …κατά τύχη _την καλύτερη κοτόπιτα του ταξιδιού. Στου David & Dad’s Café.
Το David & Dad’s απ έξω μοιάζει με Κεντρική Τράπεζα και – για δες!- έξω ψηλά στην επιβλητική σιδερένια είσοδό του γράφει: Baltimore Central Savings Bank. Αλλά και διακριτικά : David & Dad’s Café – πράγμα που μας μπερδεύει λίγο, αλλά όλα εξηγούνται _τα μυστήρια της Βαλτιμόρης είναι πολλά.
Το David & Dad’s Café που έχει μεγάλη ιστορία μετακόμισε εκεί στα ιστορικά κεντρικά γραφεία της τράπεζας στο υπέροχο κτίριο, στον αριθμό 115 της N. Charles Street. Μακάρι όλες οι τράπεζες του κόσμου να κατέληγαν έτσι…να έφτιαχναν υπέροχες πίτες και φανταστικούς καφέδες, υγιεινές και νόστιμες σαλάτες, ωραία πιάτα, με αγνά υλικά, φτηνά και προσιτά σε όλους.
Μεγάλη, ψηλοτάβανη αίθουσα, άπλα, πολυέλαιοι, αρκετά και αραιά τραπέζια, μεγάλοι πάγκοι.
Δεν μπήκαμε όλοι μέσα. Κρίμα, τώρα που το σκέφτομαι.
Θα μπορούσαμε να είχαμε καθίσει. Εντάξει, ξέρω, δεν προλαβαίναμε. Ετσι πεταχτήκαμε –ναι, αυτή είναι η λέξη –τα κορίτσια. Μου έκανε εντύπωση απ΄εξω το σκηνικό και ήθελα να το δω.
Περιμέναμε στον πάγκο για τον καφέ και εκεί στον πάγκο, μας έπιασε κουβέντα, ευγενής Βαλτιμόριος κύριος που είχε περάσει τις διακοπές του στην Ελλάδα. Στη Σίφνο μας είπε, νομίζω, δεν θυμάμαι. Ενθουσιασμένος με τα νησιά, και το ένα και το άλλο, μας δίνει και οδηγίες για το δρόμο.
Και εκείνη την ώρα, ενώ μιλάμε κάνουν την εμφάνισή τους οι κοτόπιτες.
Οι περίφημες pot pies του καταστήματος. Ετσι ακριβώς όπως τις βλέπεις στο σινεμά. Τροφαντές, γεμάτες καμπύλες και μυστηριώδεις. Δεν μπορείς να δεις στο εσωτερικό, δηλαδή τι κρύβεται μέσα στην καλοψημένη ζύμη τους- και ρωτάμε.
– Chicken pie, just out of the oven… very hot.
H X και εγώ, ανταλλάσσουμε βλέμματα, ενώ έχουμε ήδη πληρώσει τους καφέδες. Ναι. Θα πάρουμε και μία από αυτές. Τις κοτόπιτες. Για τον δρόμο.
Και ήταν μια απ΄τις πιο σωστές κινήσεις του ταξιδιού.