Μέρα καραντίνας αυτή, ή η άλλη. Μπορεί και η παράλλη. Προτιμώ την παράλλη, που έχει μέσα της και έναν παραλογισμό.
Και παίρνω τα βουνά.
Δεν περιμένω την καραντίνα. Παίρνω τα βουνά από μόνη μου. Συχνά πυκνά, καιρού επιτρέποντος.
Παίρνω τα βουνά όταν δεν παίρνω τις θάλασσες. Που γενικά παίρνω τις θάλασσες πολύ συχνά, ακόμη και καιρού μη επιτρέποντος. Όταν δεν παίρνω τους δρόμους.
Κόβω λίγο ανηφόρα, δυο βήματα πιο πάνω, αφήνω την άσφαλτο. Και μπαίνω στο μονοπάτι, το βουνίσιο. Άνοιξη και ανθισμένα όλα, δροσερά και καταπράσινα. Και λίγο μυστικά. Λέω να μην το πω πουθενά. Και μετά κάθομαι και το λέω.
Ηταν και άλλοι εκεί. Οι γνωστοί άλλοι. Οι ίδιοι πια. Ο ένας με το άσπρο το σκυλί. Ο φίλος με την Άλλη. Τα παιδιά κάτω στο κήπο. Τα παιδιά κάτω στα σερφ, τα παιδιά που άφησαν πίσω τα ποδήλατα. Τα παιδιά που άφησαν κάτι πίσω και δεν θυμούνται.
Με τους κωδικούς μας, με τα αθλητικά μας. Πού πας Μαύρε μου; Για τη θέα, ευθεία μπροστά.
Μπορεί- δεν το λέω και με σιγουριά- να βγούμε κιόλας από το Καραντίνοβιλ. Αλλά …ντάρκνες ιν δε ετζ οφ τάουν. Μην πέσεις κι απ΄τα σύννεφα. Και είμαστε και στο βουνό.